Mittwoch, 13. April 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 15

πάει, χάλασε ο κόσμος!


Βολεμένοι στις πλάτες του Βούλη, συνέχισαν να ταξιδεύουν έτσι για αρκετές ακόμα μέρες. Στην πορεία κατάφεραν να ξεκουράσουν τα ταλαιπωρημένα τους σώματα, δεν κατάφεραν όμως και ν’ ανακουφίσουν το μυαλό και την ψυχή τους.
 
Η Ρίνα, που κοιμόταν ξανά όλη μέρα, έβλεπε διαρκώς το ίδιο ενοχλητικό όνειρο. Πως ζύγωνε στο πολυπόθητο Ρίο μονίμως αργοπορημένη, την ώρα που τελείωνε το πιο φημισμένο καρναβάλι του κόσμου. Φτάνοντας εκεί, άκουγε πάντα το ίδιο τελευταίο τραγούδι, κι ενώ τα φώτα γύρω της έσβηναν ένα ένα, εκείνη διέσχιζε ολομόναχη την κεντρική λεωφόρο, απ’ όπου είχαν περάσει προηγουμένως όλα τα στολισμένα άρματα με τις μπάντες και τους χορευτές, ψάχνοντας μάταια για τους άφαντους θαυμαστές της.
 
Η Μοδέστα, πάλι, ταξίδευε νοερά πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης, εκεί όπου όλη η προσοχή των τουριστών ήταν στραμμένη πάνω της.
 
“Κοιτάξτε πως κατάντησα!” μουρμούριζε κάθε λίγο και λιγάκι, φτιάχνοντας από φύλλα μια βραδινή τουαλέτα με μακριά ουρά, ένα καπέλο με πλατύ γείσο κι ένα ομπρελίνο, για να κρύψει τη γύμνια της. “Πού είναι η παλιά μου λάμψη; Τα πούπουλά μου; Τα δεκάδες αστραφτερά φλας που έκαναν τα πολύχρωμα φτερά μου να γυαλίζουν σαν στρας; Και πού είναι ο θαυμασμός και τα επιφωνήματα χαράς όσων με περιτριγύριζαν, ικετεύοντας να φωτογραφηθούν μαζί μου; Αλίμονο. Από εδώ και στο εξής θα πρέπει να κυκλοφορώ μεταμφιεσμένη. Και γι’ αυτό φταίει το Ρίο. Το Ρίο που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία της Ρίνας, του Μιχαήλ και του Κοσανόβα!”
 
Μνήμες από το παρελθόν βασάνιζαν και τον Μιχαήλ. Μόνο που δεν είχαν να κάνουν με τη δική του ζωή, αλλά με τις ζωές των ζώων που είχαν φυλακίσει στο ποταμόπλοιό τους οι λαθροκυνηγοί. Μη μπορώντας να ξεχάσει τη δοκιμασία τους, ένιωθε ολοένα και πιο ένοχος που δεν είχε κάνει τίποτα για να τα βοηθήσει.
 
“Δεν έπρεπε να τ’ αφήσω έτσι” ψιθύριζε επίμονα στον εαυτό του, ξεψειρίζοντας με τη βοήθεια του μεγεθυντικού φακού το σώμα του. “Πόσο μάλλον αφού γνώριζα ότι οι λαθροκυνηγοί ήταν απασχολημένοι κυνηγώντας τον ιαγουάρο. Παρόλα αυτά δείλιασα και κρύφτηκα σε μια κουφάλα. Αν όμως ήμουν εγώ στη θέση τους, δεν θα περίμενα να έρθει κάποιος να με βοηθήσει; Τι ντροπή. Όλοι κρινόμαστε στα δύσκολα. Κι εγώ την κρίσιμη στιγμή έκανα πίσω!”
 
Όσο για τον Κοσανόβα... Αυτός, έχοντας επηρεαστεί από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε πάνω τον ιαγουάρο, είχε μιμηθεί την εμφάνισή του αιλουροειδούς και κυκλοφορούσε στη ράχη του κιτρινωπός, με μαύρους κύκλους και βούλες σε όλο του το σώμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε κάποτε να τρίβεται πάνω στους άλλους, όπως άρεσε στον ιαγουάρο να κάνει, με αποτέλεσμα να μπερδεύεται από τις διαφορετικές προσωπικότητες, και να μη βρίσκει ησυχία.
 
Πέρα όμως από τους προσωπικούς τους δαίμονες, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα άρχισε να στοιχειώνει τα πέντε ζώα μέρα με τη μέρα: η μοναξιά που έσφιγγε τις καρδιές τους σαν μέγκενη, όσο συνέχιζαν να διασχίζουν το τροπικό δάσος.  
 
“Έτσι, λοιπόν, είναι η ελευθερία;” ρώτησε κάποια στιγμή η Μοδέστα. “Τόσο απελπιστικά μοναχική;”
 
“Τι να σου πω” αποκρίθηκε αμήχανα ο Μιχαήλ. “Κι εγώ αλλιώς τη φανταζόμουν…”
 
“Σοβαρά, τώρα. Θυμάται κανείς την τελευταία φορά που συναντήσαμε κάποιο ζώο;” ξαναρώτησε αργότερα την ίδια μέρα η παπαγαλίνα, τινάζοντας για πολλοστή φορά την ουρά της βραδινής τουαλέτας της στον αέρα.

“Ήταν… τότε που συναντήσαμε εκείνα τα σκαθάρια” απάντησε ο Βούλης. “Θυμάστε πως προχωρούσαν κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο, σ’ ένα κύκλο χωρίς αρχή και τέλος;”

“Εγώ θυμάμαι και το άλλο, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση” συμπλήρωσε ο πίθηκος. “Ότι μιλούσαν με τις λέξεις ενωμένες, επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ίδια φράση: Δενξέρωδενείδαδενάκουσαδενμιλάω. Σαν να είχαν τρελαθεί”.
 
“Κι από τότε;” ρώτησε η Μοδέστα.
 
“Ούτε ψυχή!” είπαν με μια φωνή οι άλλοι.
 
Η ανεξήγητη αυτή μοναξιά κράτησε καιρό. Η ίδια η ζούγκλα, βέβαια, δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους παρέμενε, όπως πάντα, σκιερό και διάσπαρτο από νεκρά βλαστάρια σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Τα πιο χαμηλά φυτά διεκδικούσαν, όπως κι αλλού, μια καλύτερη θέση στο λιγοστό φως που διαπερνούσε το πυκνό φύλλωμα των δέντρων. Και τα πανύψηλα δέντρα συναγωνίζονταν ποιο θα έφτανε πιο κοντά στον ήλιο. Το μόνο που έλειπε ήταν η παρουσία των ζώων που κατοικούσαν άλλοτε σ’ αυτά τα μέρη.

Απάντηση στο βασανιστικό αυτό ερώτημα δεν πήραν όμως ούτε κι όταν συνάντησαν, μετά από καιρό, ένα κοπάδι ψαριών κυριολεκτικά έξω από τα νερά του.

Εκείνη τη μέρα είχαν σταματήσει σ’ ένα μικρό παραπόταμο του Αμαζόνιου για να ξεδιψάσει ο ιαγουάρος, που το είχε ανάγκη περισσότερο απ’ όλους. Κι όπως είχαν σκύψει πάνω από το νερό, άλλος για να δροσιστεί, άλλος για να πλυθεί, κι η Μοδέστα για να θαυμάσει τη βραδινή της τουαλέτα, αντίκρισαν πίσω από κάτι καλαμιές μια ντουζίνα ψάρια να αιωρούνται μισό μέτρο πάνω από την επιφάνεια του ποταμού.

“Ε! Τι πάθατε; Είστε καλά;” τους φώναξε ο Μιχαήλ.

“Σου φαινόμαστε καλά;” ρώτησε ένα από αυτά, χτυπώντας με μανία τ’ ασυνήθιστα μακριά πτερύγια του στήθους του στον αέρα.

“Να σας ρωτήσω τότε τι κάνετε έξω από το ποτάμι;” συνέχισε εκείνος. 

“Προσπαθούμε να γλυτώσουμε από τις ενυδρίδες που μας κυνηγούν” απάντησε λαχανιασμένο το ψάρι, χάνοντας σιγά σιγά ύψος.

“Και πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε;” ξαναρώτησε ο Μιχαήλ, νιώθοντας για μια ακόμα φορά τύψεις για τα ζώα που δεν είχε βοηθήσει προηγουμένως.

“Μόνο ένας ιαγουάρος σαν το φίλο σου μπορεί να διώξει μακριά τις ενυδρίδες” απάντησε ένα άλλο ιπτάμενο ψάρι, εξουθενωμένο κι αυτό από την προσπάθεια να κρατηθεί στον αέρα.

“Μα η μαμά μου δεν πρόλαβε να μου μάθει κολύμπι” απάντησε αφοπλιστικά ο Βούλης.

“Ιαγουάρος που δεν ξέρει κολύμπι;” φώναξε ένα τρίτο ψάρι, που πήγαινε να σκάσει τόση ώρα έξω από το νερό. “Πάει, χάλασε ο κόσμος!”

“Καλά, θα μπω” είπε τότε εκείνος. “Αλλά μόνο μέχρι εκεί που πατάω…”

Μπήκε έτσι διστακτικά μέσα στο ποτάμι, τσαλαβουτώντας άτσαλα εδώ κι εκεί, σε σημείο που να θολώσει ακόμα περισσότερο τα ήδη λασπωμένα νερά.

“Αρκετά!” φώναξε σε λίγο το πρώτο ψάρι, που πνιγόταν στον καθαρό αέρα.

“Έτσι όπως κάνεις, προσφέρεις την τέλεια κάλυψη στις ενυδρίδες για να μας αιφνιδιάσουν”.

“Και τι να κάνω;”

“Να κάτσεις ακίνητος για να τις αιφνιδιάσεις εσύ!” απάντησε με κομμένη την ανάσα το ψάρι.

“Ιαγουάρος που δεν ξέρει κυνήγι;” απόρησε ένα τέταρτο ψάρι από δίπλα. “Πάει, χάλασε για τα καλά ο κόσμος!”

“Εντάξει, κατάλαβα” είπε ο Βούλης ντροπιασμένος, κι έμεινε ακίνητος μέσα στο νερό μέχρι που κατακάθισε η περισσότερη λάσπη και μπόρεσε να ρίξει μια καλύτερη ματιά τριγύρω. “Μα δεν βλέπω καμία ενυδρίδα!” φώναξε σε λίγο.

“Αποκλείεται” είπε το πρώτο ψάρι, πριν πέσει εξουθενωμένο μέσα στον ποταμό. “Κι όμως!” πετάχτηκε έξω αμέσως, καλώντας τα υπόλοιπα ψάρια να επιστρέψουν άφοβα στο ποτάμι. “Δεν ξέρω πως τα κατάφερες, αλλά δεν υπάρχει ούτε ίχνος ενυδρίδας στα νερά μας! Τελικά, φίλε, είσαι λεβεντιά!”

“Κι αν δεν το έκανα εγώ;” αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Βούλης, βγαίνοντας με ανακούφιση στη ξηρά, ενώ οι άλλοι τον επευφημούσαν σαν αληθινό ήρωα. 


Dienstag, 5. April 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 14

ο ιαγουάρος που έγινε ψιψίνα


Ταξίδεψαν έτσι, καβάλα στον ιαγουάρο, για κάμποσες μέρες. Στην αρχή, βέβαια, ένιωσαν όλοι κάπως άβολα. Ο ιαγουάρος επειδή ήταν από τη φύση του συνεσταλμένος, κι οι υπόλοιποι επειδή στο βάθος του μυαλού τους ανησυχούσαν μην αλλάξει ξαφνικά εκείνος διατροφικές συνήθειες, κι από χορτοφάγος γίνει και πάλι κρεατοφάγος. Με τον καιρό όμως συνήθισαν να τον βλέπουν να τρώει τρυφερά βλαστάρια και καρπούς όπως κι αυτοί, κι άρχισαν να ξεθαρρεύουν μαζί του.

Πρώτα έψαξαν να του βρουν το πιο ταιριαστό όνομα. Η Μοδέστα πρότεινε το Κιτρινιάρης, κι η Ρίνα το Ξανθούλης, εξαιτίας του χρώματος που είχε το δέρμα του. Ο Κοσανόβα είπε να τον φωνάζουν Λεκέ, από τις μαύρες κηλίδες που κάλυπταν όλο του το σώμα, ενώ ο Μιχαήλ εμπνεύστηκε από τις βούλες που βρίσκονταν μέσα στις μαύρες κηλίδες και τον έβγαλε Μυριομάτη, κι όχι Μαυρομάτη, όπως το έβρισκε πιο λογικό η παπαγαλίνα. Επειδή όμως σε κάθε ψηφοφορία ψήφιζαν όλοι υπέρ του δικού τους ονόματος και δεν πλειοψηφούσε καμία ονομασία, άφησαν τελικά τον ιαγουάρο να βαπτίσει ο ίδιος τον εαυτό του. Οπότε κατέληξαν να τον φωνάζουν, πολύ απλά, Βούλη.

Ύστερα, για να περάσει η ώρα και να γνωριστούν καλύτερα, αφού του διηγήθηκαν από που ξεκίνησαν και πως κατέληξαν μέσα την κουφάλα, τον έβαλαν να τους αφηγηθεί τη δική του ιστορία.

Όπως τους εξήγησε, όλα άρχισαν με τη βίαιη αρπαγή του από τη φωλιά της μάνας του. Την ώρα που εκείνη είχε βγει στη ζούγκλα για να φέρει φαγητό σ’ αυτόν και τα δύο αδέλφια του, έτυχε να περνάει από την περιοχή ο πατέρας του παιδιού με τη τσυριχτή φωνή και τη διαπεραστική σφυρίχτρα. Κι όπως ήταν ακόμη όλα τους μωρά και δεν ήξεραν να περπατούν, δεν του ήταν δύσκολο να τ’ αρπάξει από το σβέρκο, να τα πετάξει και τα τρία σ’ ένα τσουβάλι, και να τα πάρει γρήγορα από εκεί, προτού τον πάρει είδηση η μάνα τους. Από το τσουβάλι τα έριξε έπειτα σ’ ένα στενόμακρο σκοτεινό κουτί με κάτι μικροσκοπικές τρύπες, ίσα ίσα για να μην πεθάνουν από ασφυξία. Κι από εκεί μέσα δεν τα ξανάβγαλε, παρά μόνο όταν ήρθε η ώρα να τα χωρίσει για πάντα.

“Και δεν έχεις ιδέα τι απέγιναν τ’ αδέλφια σου;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Όχι” απάντησε ο Βούλης. “Το μόνο σίγουρο είναι ότι πουλήθηκαν σε όποιον πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα. Και να φανταστείτε ότι ήμασταν μια από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες οικογένειες ιαγουάρων…”

“Σωστές γατούλες, ε, Μπούλη;” τον πείραξε η Μοδέστα.

“Από το στόμα μου το πήρες” είπε αυτός, χωρίς να νιώσει θιγμένος. “Αυτή, βλέπεις, ήταν κι η δική μου μοίρα. Να μεταμορφωθώ από ιαγουάρος, σε ψιψίνα”.

“Μα δεν γίνονται αυτά!”

“Πως δεν γίνονται. Αρκεί να καταλήξεις στα χέρια εκείνου του παιδιού, σαν δώρο Χριστουγέννων. Μ’ ένα σφιχτό κόκκινο φιόγκο στο λαιμό, που δεν σε αφήνει ούτε να καταπιείς, αλλά ούτε καν ανάσα να πάρεις”.

“Μα σίγουρα δε φτάνει μόνο αυτό…” είπε μ’ ένα κόμπο στο δικό του το λαιμό ο Μιχαήλ.

“Όχι, αυτό από μόνο του δεν φτάνει” συμφώνησε ο Βούλης. “Είχε όμως κι ένα τρομερό δερμάτινο καμουτσίκι, που έσκιζε τον αέρα κι άφηνε στο δέρμα μου βαθιές πληγές για μέρες. Πολλές φορές με χτυπούσε πριν καν μου πει τι ήθελε να κάνω. Άλλες φορές μου έδινε μια διαταγή, κι αφού την εκτελούσα, επέμενε ότι την είχα κάνει λάθος για να έχει μια αφορμή να με ξαναδείρει. Έτσι έμαθα να κουλουριάζομαι σε καναπέδες και πολυθρόνες, μένοντας ακίνητος για ώρες, με αποτέλεσμα να χάσω τις δυνάμεις που μου χάρισε απλόχερα η φύση. Έμαθα ακόμα να περνάω τις μέρες γλύφοντας και καθαρίζοντας το δέρμα μου, με αποτέλεσμα να μην εκπαιδεύσω το ένστικτο του αρπακτικού που κληρονόμησα από τους γονείς μου. Έμαθα τέλος να τροχίζω μέχρι τις ρίζες τα νύχια μου σ’ έναν ειδικό πάσσαλο, με αποτέλεσμα να στερηθώ τα πιο αποτελεσματικά μου όπλα”.

“Μπορούσες όμως να τους δαγκώσεις, αν ήθελες!” έκραξε αγανακτισμένη η παπαγαλίνα.

“Ό,τι δεν εξασκείς, το χάνεις” είπε απλά ο ιαγουάρος. “Κι εμένα δεν μου πετούσαν ούτε κοκαλάκι. Η μόνη μου τροφή ήταν από κονσέρβες για γάτους. Οπότε με τον καιρό μαλάκωσαν τα ούλα μου και στόμωσαν τα δόντια μου. Με αποτέλεσμα, όταν πριν από λίγες μέρες βρήκα επιτέλους την ευκαιρία να το σκάσω από κοντά τους, να μην ξέρω πώς να επιβιώσω μόνος στη ζούγκλα, και να μείνω πετσί και κόκαλο…”

“Μην ανησυχείς” τον καθησύχασε ο Μιχαήλ, χαϊδεύοντας το κούτελο του ιαγουάρου με την ουρά του. “ Θα πρέπει απλά να τα μάθεις όλα πάλι από την αρχή. Άλλωστε τώρα που βρήκες την ελευθερία σου, θ’ ανακαλύψεις κι εσύ ένα σωρό πράγματα για τον εαυτό σου”.