Dienstag, 5. April 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 14

ο ιαγουάρος που έγινε ψιψίνα


Ταξίδεψαν έτσι, καβάλα στον ιαγουάρο, για κάμποσες μέρες. Στην αρχή, βέβαια, ένιωσαν όλοι κάπως άβολα. Ο ιαγουάρος επειδή ήταν από τη φύση του συνεσταλμένος, κι οι υπόλοιποι επειδή στο βάθος του μυαλού τους ανησυχούσαν μην αλλάξει ξαφνικά εκείνος διατροφικές συνήθειες, κι από χορτοφάγος γίνει και πάλι κρεατοφάγος. Με τον καιρό όμως συνήθισαν να τον βλέπουν να τρώει τρυφερά βλαστάρια και καρπούς όπως κι αυτοί, κι άρχισαν να ξεθαρρεύουν μαζί του.

Πρώτα έψαξαν να του βρουν το πιο ταιριαστό όνομα. Η Μοδέστα πρότεινε το Κιτρινιάρης, κι η Ρίνα το Ξανθούλης, εξαιτίας του χρώματος που είχε το δέρμα του. Ο Κοσανόβα είπε να τον φωνάζουν Λεκέ, από τις μαύρες κηλίδες που κάλυπταν όλο του το σώμα, ενώ ο Μιχαήλ εμπνεύστηκε από τις βούλες που βρίσκονταν μέσα στις μαύρες κηλίδες και τον έβγαλε Μυριομάτη, κι όχι Μαυρομάτη, όπως το έβρισκε πιο λογικό η παπαγαλίνα. Επειδή όμως σε κάθε ψηφοφορία ψήφιζαν όλοι υπέρ του δικού τους ονόματος και δεν πλειοψηφούσε καμία ονομασία, άφησαν τελικά τον ιαγουάρο να βαπτίσει ο ίδιος τον εαυτό του. Οπότε κατέληξαν να τον φωνάζουν, πολύ απλά, Βούλη.

Ύστερα, για να περάσει η ώρα και να γνωριστούν καλύτερα, αφού του διηγήθηκαν από που ξεκίνησαν και πως κατέληξαν μέσα την κουφάλα, τον έβαλαν να τους αφηγηθεί τη δική του ιστορία.

Όπως τους εξήγησε, όλα άρχισαν με τη βίαιη αρπαγή του από τη φωλιά της μάνας του. Την ώρα που εκείνη είχε βγει στη ζούγκλα για να φέρει φαγητό σ’ αυτόν και τα δύο αδέλφια του, έτυχε να περνάει από την περιοχή ο πατέρας του παιδιού με τη τσυριχτή φωνή και τη διαπεραστική σφυρίχτρα. Κι όπως ήταν ακόμη όλα τους μωρά και δεν ήξεραν να περπατούν, δεν του ήταν δύσκολο να τ’ αρπάξει από το σβέρκο, να τα πετάξει και τα τρία σ’ ένα τσουβάλι, και να τα πάρει γρήγορα από εκεί, προτού τον πάρει είδηση η μάνα τους. Από το τσουβάλι τα έριξε έπειτα σ’ ένα στενόμακρο σκοτεινό κουτί με κάτι μικροσκοπικές τρύπες, ίσα ίσα για να μην πεθάνουν από ασφυξία. Κι από εκεί μέσα δεν τα ξανάβγαλε, παρά μόνο όταν ήρθε η ώρα να τα χωρίσει για πάντα.

“Και δεν έχεις ιδέα τι απέγιναν τ’ αδέλφια σου;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Όχι” απάντησε ο Βούλης. “Το μόνο σίγουρο είναι ότι πουλήθηκαν σε όποιον πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα. Και να φανταστείτε ότι ήμασταν μια από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες οικογένειες ιαγουάρων…”

“Σωστές γατούλες, ε, Μπούλη;” τον πείραξε η Μοδέστα.

“Από το στόμα μου το πήρες” είπε αυτός, χωρίς να νιώσει θιγμένος. “Αυτή, βλέπεις, ήταν κι η δική μου μοίρα. Να μεταμορφωθώ από ιαγουάρος, σε ψιψίνα”.

“Μα δεν γίνονται αυτά!”

“Πως δεν γίνονται. Αρκεί να καταλήξεις στα χέρια εκείνου του παιδιού, σαν δώρο Χριστουγέννων. Μ’ ένα σφιχτό κόκκινο φιόγκο στο λαιμό, που δεν σε αφήνει ούτε να καταπιείς, αλλά ούτε καν ανάσα να πάρεις”.

“Μα σίγουρα δε φτάνει μόνο αυτό…” είπε μ’ ένα κόμπο στο δικό του το λαιμό ο Μιχαήλ.

“Όχι, αυτό από μόνο του δεν φτάνει” συμφώνησε ο Βούλης. “Είχε όμως κι ένα τρομερό δερμάτινο καμουτσίκι, που έσκιζε τον αέρα κι άφηνε στο δέρμα μου βαθιές πληγές για μέρες. Πολλές φορές με χτυπούσε πριν καν μου πει τι ήθελε να κάνω. Άλλες φορές μου έδινε μια διαταγή, κι αφού την εκτελούσα, επέμενε ότι την είχα κάνει λάθος για να έχει μια αφορμή να με ξαναδείρει. Έτσι έμαθα να κουλουριάζομαι σε καναπέδες και πολυθρόνες, μένοντας ακίνητος για ώρες, με αποτέλεσμα να χάσω τις δυνάμεις που μου χάρισε απλόχερα η φύση. Έμαθα ακόμα να περνάω τις μέρες γλύφοντας και καθαρίζοντας το δέρμα μου, με αποτέλεσμα να μην εκπαιδεύσω το ένστικτο του αρπακτικού που κληρονόμησα από τους γονείς μου. Έμαθα τέλος να τροχίζω μέχρι τις ρίζες τα νύχια μου σ’ έναν ειδικό πάσσαλο, με αποτέλεσμα να στερηθώ τα πιο αποτελεσματικά μου όπλα”.

“Μπορούσες όμως να τους δαγκώσεις, αν ήθελες!” έκραξε αγανακτισμένη η παπαγαλίνα.

“Ό,τι δεν εξασκείς, το χάνεις” είπε απλά ο ιαγουάρος. “Κι εμένα δεν μου πετούσαν ούτε κοκαλάκι. Η μόνη μου τροφή ήταν από κονσέρβες για γάτους. Οπότε με τον καιρό μαλάκωσαν τα ούλα μου και στόμωσαν τα δόντια μου. Με αποτέλεσμα, όταν πριν από λίγες μέρες βρήκα επιτέλους την ευκαιρία να το σκάσω από κοντά τους, να μην ξέρω πώς να επιβιώσω μόνος στη ζούγκλα, και να μείνω πετσί και κόκαλο…”

“Μην ανησυχείς” τον καθησύχασε ο Μιχαήλ, χαϊδεύοντας το κούτελο του ιαγουάρου με την ουρά του. “ Θα πρέπει απλά να τα μάθεις όλα πάλι από την αρχή. Άλλωστε τώρα που βρήκες την ελευθερία σου, θ’ ανακαλύψεις κι εσύ ένα σωρό πράγματα για τον εαυτό σου”.