Dienstag, 25. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 4

το χαβιάρι της ζωής


“Και τώρα” είπε ο Μιχαήλ στη βατραχίνα, “μπορείς ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, γιατί επιβιβαστήκαμε”.

“Καλέ!” έκραξε η Μοδέστα. “Να τ’ ανοίξεις είπε. Όχι να τα φουσκώσεις σαν δύο κατακόκκινα μπαλόνια! Εσύ θα σκάσεις από τη χαρά σου. Και δεν έχεις δει τίποτα ακόμα. Που να συναντήσεις τον πρώτο σου άνθρωπο!”

Αν και είχε προσβληθεί ξανά, η Ρίνα δεν ένιωσε την παραμικρή διάθεση να κρατήσει μούτρα στην παπαγαλίνα. Η παρουσία της και μόνο πάνω στο ψηλότερο κατάστρωμα εκείνου του ποταμόπλοιου ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. Τόσο μάλιστα, που είχε μείνει άφωνη.

“Πού...; Πού...; Πού...;” κατάφερε τελικά να τραυλίσει.

“Πού είναι το φαΐ;” συμπλήρωσε μια φωνή πίσω της.

Γυρίζοντας, τα τρία ζώα βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με μια ομάδα τετράπαχων αρουραίων, τα χνώτα των οποίων μύριζαν πρόσφατα χωνεμένο φαγητό.

“Ατυχήσατε!” είπε ο πρώτος.

“Χάσατε!” είπε ο δεύτερος.

“Δεν έχετε ιδέα που μπαρκάρατε!” είπε ο τρίτος.

“Ούτε στο Μιζέρια ν’ ανεβαίνατε” είπε ο τέταρτος. “Ένα πλοίο που γέμιζε ακόμα και τ’ αμπάρια με επιβάτες, αντί να τα γεμίζει με τρόφιμα. Μήπως το έχετε ακουστά;”

“Ούτε στο Πείνα να βρισκόσασταν, το μόνο πλοίο στον κόσμο χωρίς αμπάρια!” είπε ο πέμπτος, γλύφοντας τα μουστάκια του.

“Χάλια, σας λέμε” πρόσθεσε με τη σειρά του ο έκτος, δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια του. “Ξέρετε πώς σάπισαν; Από την έλλειψη τροφής…”

“Τι να σας λέμε τώρα” συμπλήρωσε ο έβδομος αρουραίος, σέρνοντας με κόπο την πρησμένη του κοιλιά στο πάτωμα. “Μη σας ξεγελάσει το μέγεθος του πλοίου. Ούτε τα εκτυφλωτικά φώτα. Εδώ πάνω η ζωή είναι μαύρη κι άραχλη. Έχουν κάτι πελώρια λουκέτα στ’ αμπάρια τους αυτοί εδώ που δεν ανοίγουν με τίποτα. Κι ό,τι περισσεύει από κάθε γεύμα το πετάνε στον ποταμό, για να το φάνε τα ψάρια. Λες και πεθαίνουν της πείνας τα σκασμένα”.

“Ε, εσείς! Τι κάνετε εδώ πάνω; Γυρίστε γρήγορα στις αποθήκες!” ακούστηκε ξαφνικά μια νέα φωνή, που έτρεψε σε φυγή τους χοντρούς αρουραίους.

Μπερδεμένοι ακόμα από τα λόγια των αρουραίων, ο Μιχαήλ, η Ρίνα κι η Μοδέστα έκαναν για δεύτερη φορά μεταβολή, χωρίς όμως να μπορέσουν να δουν κανέναν τούτη τη φορά ανάμεσα στις άδειες καρέκλες και τα τραπέζια του καταστρώματος.

“Εδώ!” ξανάκουσαν τότε, πιο κοντά. “Εδώ, σας λέω, πάνω στην πρώτη καρέκλα! Για κοιτάξτε καλύτερα…”

“Ααα!” αναφώνησαν κι οι τρεις, διακρίνοντας ένα άγνωστο ζώο, που έμοιαζε με διασταύρωση σαύρας και δράκοντα, και το οποίο είχε τα ίδια ακριβώς χρώματα με την καρέκλα.

“Με είδατε; Μπράβο σας. Και τώρα; Πού είμαι;” τους ξαναρώτησε πηδώντας από την καρέκλα, για να χαθεί από μπροστά τους σαν να είχε κάνει μάγια.

“Ε…”

“Εδώ, πολύτιμες τρούφες μου! Εδώ μπροστά σας είμαι. Πάνω στο κατάστρωμα!” συνέχισε το παράξενο ζώο, μοστράροντας το νέο του χρώμα, που ήταν ίδιο με αυτό του ξύλινου καταστρώματος.

“Μα, ποιος είσαι;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Με λένε Κοσανόβα, και είμαι το χαβιάρι της ζωής!”

“Τι είσαι;”

“Το χαβιάρι της ζωής, φυσικά!”



“Άκου να δεις, πως-σε-λένε” πετάχτηκε η Μοδέστα, “αν δεν μιλήσεις τη γλώσσα μας, δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε. Τι είναι το χαβιάρι; Θα μας εξηγήσεις;”

“Είναι το πιο ακριβό φαγητό του κόσμου. Μαζί με τις τρούφες, κάποια σπάνια μύδια, στρείδια, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά…”

“Και τι σε κάνει τόσο μοναδικό, μου λες;” θέλησε να μάθει η Μοδέστα.

“Οι ατέλειωτες μεταμορφώσεις μου! Όπως είδατε, μπορώ κι αλλάζω χρώματα ανάλογα με τα κέφια μου. Ακριβώς όπως κάνουν κι οι άνθρωποι, δηλαδή”.

“Άρα είσαι κι εσύ ένας μιμητής!” είπε με ενθουσιασμό η Ρίνα. “Όμως γιατί δεν κυκλοφορεί ψυχή στο κατάστρωμα; Ο Μιχαήλ κι η Μοδέστα υποσχέθηκαν να με γνωρίσουν στον κόσμο. Μου έδωσαν το λόγο τους ότι, έστω και για ένα βράδυ, θα νιώσω κι εγώ σαν μια πραγματική σταρ!”

“Σταρ, είπες; Ορίστε σταρ! Πρώτου μεγέθους” έδειξε αμέσως τον εαυτό του ο Κοσανόβα. “Εγώ είμαι το χαβιάρι των σταρ! Για δείτε…” τους προέτρεψε να τον ακολουθήσουν μέχρι την πλησιέστερη σωσίβια λέμβο, πάνω στην οποία ήταν γραμμένο με κεφαλαία γράμματα τ’ όνομα του πλοίου. “Τι γράφει εδώ; Ξέρετε να διαβάζετε; Όχι; Δεν πειράζει. Θα σας το συλλαβίσω εγώ: Κο-σα-νό-βα! Είδατε; Από εμένα πήρε τ’ όνομά του το πλοίο! Ποιος ξέρει; Σε λίγο, ακόμα κι αυτός ο ποταμός μπορεί ν’ αλλάξει όνομα, και να λέγεται προς τιμήν μου Κοσανόβα. Καλό δεν ακούγεται; Ο ποταμός Κοσανόβα... διασχίζει την τροπική ζούγκλα του Κοσανόβα... για να καταλήξει στο Δέλτα του Κοσανόβα... Τι περιμένετε λοιπόν; Θαυμάστε με πριν την ώρα της απόλυτης δόξας μου!”

“Καλά εσύ, αλλά μ’ εμένα τι γίνεται;” ρώτησε με αγωνία η Ρίνα, που δεν ήθελε να ξημερωθούν στο άδειο κατάστρωμα, χωρίς η ίδια να συναντήσει έστω κι έναν άνθρωπο. “Δεν είναι ώρα να γνωρίσω κι εγώ λίγο από τον θαυμαστό αυτό κόσμο;”

“Κόσμο τον λες εσύ αυτόν;” τη ρώτησε ο Κοσανόβα, καρφώνοντας τη βατραχίνα με τα μάτια του, που ήταν ακόμα πιο γουρλωτά από τα δικά της.

“Και τι να τον πω;”

“Πίτσα”.

“Πίτσα;”

“Και πιο συνηθισμένο από πίτσα”.

“Πιο συνηθισμένο από πίτσα;” ξαναρώτησε η βατραχίνα, χωρίς να τολμήσει να ρωτήσει τι είναι η πίτσα που ανέφερε ο Κοσανόβα.

“Πεσ’ τον καλύτερα μακαρόνια!”

“Μακαρόνια, ε;”


“Και μάλιστα νερόβραστα!”

“Και μάλιστα νερόβραστα…” επανέλαβε η Ρίνα, εντυπωσιασμένη, όσο  και μπερδεμένη, από τις γνώσεις του ιδιόρρυθμου οικοδεσπότη τους.

Εκείνη τη στιγμή μια ορχήστρα άρχισε να παίζει σάμπα σ’ ένα από τα κάτω σαλόνια του πλοίου, στρέφοντας την προσοχή όλων στο ρυθμό της μουσικής. Οι νότες, ανάλαφρες και χαρωπές, ξεχύνονταν μέσα στη νύχτα σαν αναρίθμητες πεταλούδες, σαστίζοντας με την ομορφιά τους τον Μιχαήλ, τη Ρίνα και τη Μοδέστα.

“Ξέρω τι σκέφτεστε” είπε αμέσως ο Κοσανόβα. “Ακούτε τη μουσική, φαντάζεστε μια ορχήστρα να παίζει στην άκρη ενός μεγάλου σαλονιού, ένα πλήθος να χορέψει, και λέτε από μέσα σας πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι πιο εντυπωσιακό από αυτόν εδώ τον κόσμο. Σωστά; Ε, λοιπόν, υπάρχει! Όλα αυτά τα φώτα, η μουσική, οι χοροί, τα γέλια κι οι φωνές δεν είναι τίποτα, μα τίποτα σας λέω, μπροστά σε—”

“Τι;” είπαν κι τρεις μαζί.

“Α, πα, πα!” είπε ο Κοσανόβα, κάνοντας να φύγει από κοντά τους. “Εσείς εντυπωσιάζεστε ακόμα με όλα αυτά. Συγνώμη, άγουρές μου μελιτζάνες. Έκανα λάθος που άνοιξα το στόμα μου. Αλλά βλέπετε, έτσι είμαι εγώ. Κουβαρντάς στα λόγια. Γενναιόδωρος στις κουβέντες. Όμως ως εδώ. Κάθε συνταγή έχει και τα μυστικά της…”

“Άκου να δεις, χαβιάρι!” διαμαρτυρήθηκε η Μοδέστα. “Αν υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ όλα αυτά, κάτι πιο σπουδαίο, πιο σπάνιο και μοναδικό από το Πάρκο της Άγριας Φύσης και τους τουρίστες που μας επισκέπτονται καθημερινά, απαιτώ να το μάθω!” 

Υπάρχει κάτι που δεν μπορείτε ούτε καν να τ’ ονειρευτείτε, αν δεν το ζήσετε πρώτα” είπε τότε ο Κοσανόβα, ανεβαίνοντας πάνω σ’ ένα ψηλό τραπέζι, έτσι ώστε με φόντο τον ουρανό με τα εκατομμύρια άστρα να μεταμορφωθεί κι ο ίδιος σ’ έναν υπέρλαμπρο γαλαξία. “Υπάρχει το Ρίο! Το χαβιάρι της διασκέδασης και της καλοπέρασης!”

“Δηλαδή;” ρώτησαν ο Μιχαήλ, η Ρίνα κι η Μοδέστα.

“Δηλαδή το πιο διάσημο, εκθαμβωτικό καρναβάλι στον κόσμο! Σας μιλάω για μια ολόκληρη πόλη που παίρνει μέρος στο πιο ξέφρενο γλέντι που μπορείτε να φανταστείτε! Σας μιλάω για το Ρίο, όπου οι άνθρωποι ξεκινούν τις προετοιμασίες για το επόμενο καρναβάλι, με το που θα τελειώσει το προηγούμενο! Εκεί όπου καθένας ζει τ’ όνειρό του! Να τι υπάρχει εκεί έξω” είπε ο Κοσανόβα, δείχνοντας με την ουρά προς ένα απροσδιόριστο σημείο του σκοτεινού ορίζοντα.  

Φαντάζομαι τις στολές! Θα πρέπει να είναι όλες στην κόψη της μόδας, σκέφτηκε αμέσως η Μοδέστα.

Φαντάζομαι τους χορούς! Θα μπορώ να μάθω τόσα από τους καλύτερους χορευτές του κόσμου, σκέφτηκε ο Μιχαήλ.

Φαντάζομαι πως εκεί κι αν είναι που δεν θα με προσέξει ούτε ένας, σκέφτηκε κι η Ρίνα μελαγχολικά, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Θα είναι όλοι τόσο κουρασμένοι από τους χορούς, που μόλις σκοτεινιάσει θα πέφτουν ξεροί για ύπνο.

“Και πώς πάει κανείς σε αυτό το Ρίο;” ρώτησε ύστερα ο Μιχαήλ. “Είναι πολύ μακριά από εδώ;”

“Δεν είναι η απόσταση που μετράει, αλλά η απόφαση” είπε με μια δόση μυστηρίου ο Κοσανόβα.

“Εγώ, πάντως, δεν έχω κανένα πρόβλημα να ταξιδέψω με αυτό το ποταμόπλοιο όσο χρόνο και να πάρει μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας” πετάχτηκε η Μοδέστα, σίγουρη ότι θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των επιβατών για όλο το ταξίδι.

“Το πλοίο αυτό δεν πηγαίνει στο Ρίο, ροδοψημένη αστακίνα μου. Μπορώ όμως να σε πάω εγώ σ’ αυτό. Τον ξέρω καλά το δρόμο. Μια ευθεία είναι όλη κι όλη. Λοιπόν; Τι λες;”

“Βίρα τις άγκυρες, πασατέμπε της ζωής μου!”

“Για ένα λεπτό, πιτσουνάκια μου!” μπήκε σφήνα ανάμεσα στη Μοδέστα και τον Κοσανόβα ο Μιχαήλ. “Και ποιος μας βεβαιώνει ότι το Ρίο υπάρχει στ’ αλήθεια;”

“Εγώ!” είπε ο Κοσανόβα.

“Και τι ξέρουμε για σένα, για να σ’ εμπιστευθούμε;”

“Μα είναι το χαβιάρι της ζωής!” είπαν μαζί η Ρίνα κι η Μοδέστα.

Τι κι αν ο Κοσανόβα περίγραψε κατόπιν με το νι και με το σίγμα κάθε άρμα, κάθε χορευτή και κάθε χορεύτρια, κάθε μουσικό και κάθε στολή που ορκιζόταν ότι είχε δει να περνάει από μπροστά του, αλλάζοντας μάλιστα και χρώματα αντίστοιχα με τις περιγραφές του; Τι κι αν τους υποσχέθηκε ότι το Ρίο ήταν ένα ουράνιο τόξο από χρώματα; Ένα ατέλειωτο ποτάμι ευφορίας; Ένα ασταμάτητο ρυθμικό καρδιοχτύπι; Όσο περισσότερα άκουγε ο Μιχαήλ για το Ρίο, τόσο λιγότερο ενθουσιαζόταν με την ιδέα να εγκαταλείψουν το πάρκο τους.

Και θα παρέμενε ανυποχώρητος μέχρι τέλους, αν δεν πρόσεχε κάποια στιγμή ότι από τα κατακόκκινα, γουρλωμένα μάτια της Ρίνας, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα μεγάλα σαν κορόμηλα, μόλις η βατραχίνα άκουσε ότι ο κόσμος στο καρναβάλι του Ρίο συνέχιζε να χορεύει, να τραγουδάει και να ξεφαντώνει το ίδιο ξέφρενα ακόμα και τα βράδια.


Dienstag, 18. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 3


ένα ποταμόπλοιο σαν γιγάντια πυγολαμπίδα


Δυστυχώς για τη Ρίνα, όταν ξύπνησε πάλι κατά το σούρουπο της επόμενης μέρας, αντί ν’ αντικρύσει γύρω της ένα σωρό περίεργους επισκέπτες, αντίκρισε για μια ακόμα φορά την Μοδέστα και τον Μιχαήλ.

“Πού είναι ο κόσμος;” τους έβαλε τις φωνές, μόλις κατάλαβε ότι είχε ξυπνήσει μακριά από την όχθη του ποταμού. “Και τι γυρεύω εγώ εδώ;”

“Εμείς σε φέραμε” της είπε ο πίθηκος, παίζοντας χαρωπά με την ουρά του.

“Και γιατί το κάνατε αυτό; Με ρωτήσατε εμένα; Ή μήπως φοβηθήκατε ότι οι επισκέπτες του πάρκου θα ξόδευαν όλα τους τα φιλμ πάνω μου, και δεν θα έμενε ούτε μια πόζα για τους δυο σας;"

“Μα αν δεν σε παίρναμε από εκεί που κοιμόσουν, με το που θα αποβιβάζονταν οι πρώτοι τουρίστες θα σε ποδοπατούσαν” εξήγησε ο Μιχαήλ.

“Σαν ένα πρασινοκίτρινο χαλάκι με δυο κατακόκκινους λεκέδες!” συμπλήρωσε η Μοδέστα.

“Δηλαδή, τώρα μου λέτε ότι δεν κάνω ούτε για χαλάκι…” βούρκωσε η βατραχίνα.

“Καλέ! Πώς κάνεις έτσι;” απόρησε η παπαγαλίνα. “Δεν έχεις ακούσει ότι και για το χαλασμένο το πουγκί υπάρχει αγοραστής;”

“Κουκί, Μοδέστα” τη διόρθωσε αμέσως ο πίθηκος, κλείνοντας με τρόπο το μάτι στη Ρίνα, σαν να ήθελε να της πει ότι κάτι τέτοια λάθη θα έπρεπε να τα περιμένει κι από τους καλύτερους μιμητές.

“Τι πουγκί, τι κουκί. Αν είναι χαλασμένο, τι σημασία έχει…” είπε η Μοδέστα, κι ανοίγοντας τα μεγαλοπρεπή φτερά της πέταξε αμέσως μακριά.

Και πού να τον βρω εγώ αυτόν τον αγοραστή μέσα στη νύχτα; αναρωτήθηκε η Ρίνα λίγη ώρα αργότερα, έχοντας μείνει ξανά μόνη κι έρημη. Η μοίρα μου, κατά πως φαίνεται, είναι να τριγυρίζω στο δάσος όταν οι άνθρωποι δεν είναι εδώ.

“Άνθρωποι, άνθρωποι, είστε εδώ;” φώναξε με απελπισία όσο πιο δυνατά μπορούσε. “Ορίστε!” είπε έπειτα, καθώς δεν είχε λάβει καμιά απάντηση. “Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Δεν το συζητώ. Είμαι καταδικασμένη!”

Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες, με τη βατραχίνα να πέφτει σε λήθαργο τα πρωινά και να ξυπνά ολοένα και πιο δυστυχισμένη τα βράδια. Ακόμα και τότε όμως δεν είχε το κουράγιο να περιπλανηθεί στο πάρκο, παρά έμενε ακίνητη κάτω από πλατιά φύλλα που κάλυπταν σαν μανδύες την καμπούρα της, ενώ κρατούσε τα κατακόκκινα μάτια της πεισματικά κλειστά, λες κι αυτό θα την ομόρφυνε κάπως.

Ώσπου ένα βράδυ με πανσέληνο, που έκανε τη νύχτα μέρα, άκουσε να τη φωνάζουν ξανά η παπαγαλίνα κι ο πίθηκος.

“Τι θέλετε πάλι;” αναστέναξε η βατραχίνα. “Να μου πείτε ότι πρότειναν να σας πάρουν μαζί τους οι άνθρωποι; Ή ότι υποσχέθηκαν να σας υιοθετήσουν;”

“Αχ, όχι ακόμα” αναστέναξε με τη σειρά της η Μοδέστα, που μέσα στο λευκό, χλωμό φως του φεγγαριού είχε ξεθωριάσει, κι από κόκκινη είχε γίνει ροζ. “Από το στόμα σου όμως, και στου γιατρού τ’ αυτί”.

“Στου Θεού, Μοδέστα! Στου Θεού τ’ αυτί” τη διόρθωσε ο Μιχαήλ, εξηγώντας ψιθυριστά στη Ρίνα ότι η παπαγαλίνα δεν θα είχε γίνει η μεγαλύτερη ατραξιόν του πάρκου αν δεν έκανε συνέχεια λάθος τις παροιμίες που της μάθαιναν οι θαυμαστές της.

“Που λες, Ρίνα, δεν θα το πιστέψεις!” φώναξε ύστερα ο πίθηκος, χοροπηδώντας τόσο ψηλά από τη χαρά του που κόντεψε ν’ αγγίξει το φεγγάρι. “Δεν θα το πιστέψεις, αλλά αυτό το βράδυ η κεντρική προβλήτα δεν είναι άδεια. Το πλοίο που έδεσε εκεί το μεσημέρι, δεν έφυγε ακόμα. Και το καλύτερο, Ρίνα μου; Είναι γεμάτο κόσμο! Ακούς; Ξεχειλίζει, σου λέω, από επισκέπτες! Να, λοιπόν, η ευκαιρία σου. Φρόντισε μόνο να μην τη χάσεις”.

Λες να είναι πράγματι έτσι; είπε από μέσα της η βατραχίνα, μόλις έφτασε μαζί με τους δύο αταίριαστους συνοδούς της στην κεντρική προβλήτα του πάρκου, κι αντίκρισε ένα μεγάλο, φωταγωγημένο ποταμόπλοιο, που αστράφτε μέσα στη νύχτα σαν γιγάντια πυγολαμπίδα.



“Πω, πω, πω...” κατάφερε μόνο να ψελλίσει, πνιγμένη από συγκίνηση, καθώς δεν χόρταινε να κοιτάζει τα τρία καταστρώματα, τα δύο πανύψηλα φουγάρα, τ’ άπειρα φινεστρίνια, και τον τεράστιο πλαϊνό τροχό του πλοίου.

“Καλέ, δεν θα κλείσουμε μάτι όλη νύχτα!” φώναξε η Μοδέστα, που είχε μείνει εξίσου εντυπωσιασμένη από το θέαμα. “Τι περιμένετε; Πάμε!” έκραξε, κι ανοίγοντας τα φτερά της πέταξε χωρίς δεύτερη σκέψη προς το αριστερό φουγάρο του πλοίου.

“Έλα!” πρότεινε τότε ο Μιχαήλ στη Ρίνα. “Πήδα στην πλάτη μου και θα φροντίσω να σε ανεβάσω εγώ επάνω. Κρατήσου μόνο γερά” την προειδοποίησε, μόλις εκείνη ανέβηκε στον αριστερό του ώμο. “Και για να μη μου ζαλιστείς, κλείσε για λίγο τις δυο πανέμορφες ματάρες σου και φαντάσου τον εαυτό σου περιτριγυρισμένο από ανθρώπους!”

Dienstag, 11. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 2

είσαι μιμητής;

Όταν συνήλθε η Ρίνα ο ήλιος είχε χαθεί πάλι από τον ουρανό, κι οι επισκέπτες της ημέρας είχαν όλοι αποχωρήσει από το πάρκο. Υποφέροντας από έναν τρομερό πονοκέφαλο, κι έχοντας ένα σκληρό καρούμπαλο στο κούτελο, η μικροκαμωμένη βατραχίνα τα έβαλε με τον εαυτό της.

“Τι την ήθελες την πρωινή γυμναστική, μου λες; Χάθηκε να κάνεις ασκήσεις ορθοφωνίας; Έλα. Για ξαναπροσπάθησε. Πες αργά και καθαρά: θέλω να γίνω μια σταρ… θέλω να γίνω μια σταρ… θέλω να γίνω μια σταρ… Και τώρα πες: θέλω να με λατρέψουν τα πλήθη…”

“Λάθος!” ακούστηκε άξαφνα μια βραχνή φωνή μέσα από το πυκνό φύλλωμα ενός θεόρατου τροπικού δέντρου.

“Τι;” έσκουξε η Ρίνα, κατακόκκινη από ντροπή που για δεύτερη φορά την ίδια μέρα κάποιο ζώο είχε κρυφακούσει την πιο εσώψυχη εξομολόγησή της.

“Λάθος, βέβαια” συνέχισε με στόμφο η μυστηριώδης φωνή. “Δεν έχεις ακούσει ότι δεν πρέπει να ρωτάς τι μπορεί να κάνει το πλήθος για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για το πλήθος;”

“Όχι”.

“Όχι;”

“Ε, δηλαδή, εννοώ…” πήγε να τα μαζέψει η Ρίνα.

“Εννοείς…;”

Ένας μιμητής! συμπέρανε αναπάντεχα η βατραχίνα, με κομμένη την ανάσα. Τι τυχερή που είμαι, μέσα στην ατυχία μου!

“Είσαι πράγματι…μιμητής;” ρώτησε ύστερα, κομπιάζοντας από την ταραχή της.

“Μιμητής;” επανέλαβε για άλλη μια φορά η βραχνή φωνή.

Το δίχως άλλο, σκέφτηκε ξανά η Ρίνα, νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να εκραγεί.

“Όπως έλεγα…” εξήγησε τότε μια φανταχτερή παπαγαλίνα, πέφτοντας σαν σαΐτα από το κλαρί που καθόταν στα πόδια της βατραχίνας, “για να σε λατρέψουν τα πλήθη, πρέπει πρώτα εσύ να τα μαγέψεις”.

“Με τα λόγια, σωστά;”

“Στην περίπτωσή σου, εξυπακούεται”.

“Δεν κατάλαβα. Γιατί;”

“Θέλει και ρώτημα; Επειδή δεν έχεις το κατάλληλο σουλούπι!”

Έτσι υπερόπτες είναι όλοι οι μιμητές; αναρωτήθηκε η Ρίνα, καταπίνοντας με δυσκολία την προσβολή για τη σωματική της διάπλαση.

“Και τι έχει το σουλούπι μου;” ρώτησε συγχυσμένη.

“Τι να λέμε τώρα…” είπε η παπαγαλίνα, κουνώντας το λυγερό της σώμα δεξιά κι αριστερά, σαν να χρειαζόταν προθέρμανση για όσα θα της αράδιαζε.

“Όχι, να πούμε. Γιατί να μην πούμε! …Είναι πολλά;”

“Μόνο πολλά;”

Με τον εγωισμό της κουρελιασμένο, η Ρίνα δεν ήθελε και πολύ για να κάνει μεταβολή και να τρέξει να κρυφτεί στις σκιές και τα σκοτάδια που μια ζωή τώρα της προσέφεραν φιλοξενία. Αν όμως έκανε κάτι τέτοιο, θα κλωτσούσε μια μοναδική ευκαιρία. Για το λόγο αυτό έδωσε τόπο στην οργή και τη ντροπή που ένιωθε και, τεντώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το κυρτό κορμί της, ζήτησε από την παπαγαλίνα να της διδάξει πώς να γοητέψει τους επισκέπτες του πάρκου. 

Όπως εξήγησε τότε εκείνη, υπήρχαν τρία βασικά κριτήρια επιτυχίας για τα ζώα που επεδίωκαν να γίνουν αρεστά στους ανθρώπους: η φυσική ομορφιά, η περιποίηση και η θυσία. Και για να της το κάνει πιο λιανά, ξεκίνησε να συγκρίνει τον εαυτό της με τη Ρίνα.

“Ας πάρουμε εμένα σαν παράδειγμα φυσικής ομορφιάς, κι εσένα σαν παράδειγμα φυσικής ασχήμιας” ξεκίνησε να λέει, χωρίς ίχνος ευαισθησίας. “Πρώτον: εγώ έχω μια καλλίγραμμη σιλουέτα με τέλειες αναλογίες, ενώ εσύ κουβαλάς στην πλάτη σου μια ολόστραβη καμπούρα! Δεύτερον: εγώ έχω δύο σαγηνευτικά κόκκινα φτερά με κίτρινες, πορτοκαλί και μπλε ανταύγειες, ενώ εσύ έχεις δύο αποκρουστικά κόκκινα μάτια! Τρίτον: χρειάζεται; Δεν χρειάζεται! Φαντάσου μόνο πως θα έβγαινες αν σε φωτογράφιζαν με τα πεταχτά σου μάτια, την πράσινη καμπούρα σου και την κίτρινη κοιλιά σου. Θέλει και ρώτημα; Σαν τέρας!” είπε η παπαγαλίνα, κι αφού έκανε μια βαθιά υπόκλιση, της συστήθηκε με περίσσιο στόμφο: “Μοδέστα, η Ξακουστή”.

“Μπα” είπε η Ρίνα χολωμένη. “Δεν νομίζω να σ’ έχω ακούσει”.  

“Κι αν συνεχίσεις να μη μ’ ακούς, δεν πρόκειται ποτέ ν’ ακούσεις τα κλικ-κλικ των φωτογραφικών μηχανών. Ούτε τα επιφωνήματα θαυμασμού του κόσμου. Όμως τώρα φτάνει! Αρκετά με απασχόλησες. Έχω να φτιάξω τα φτερά μου για αύριο. Να ξεκουράσω τη φωνή μου, τα μάτια μου, το κορμί μου. Με άλλα λόγια, έχω να περιποιηθώ τον εαυτό μου”.

“Το δεύτερο κριτήριο, σωστά;”

“Σωστά” απάντησε η Μοδέστα, ανοίγοντας τα εντυπωσιακά φτερά της για να πετάξει μακριά.

“Στάσου! Πού πας;” φώναξε η Ρίνα, θέλοντας να μάθει και το τρίτο κριτήριο. “Δεν μου είπες ακόμα για τη θυσία που χρειάζεται, για να σ’ αγαπήσει ο κόσμος”.

“Σ’ αρέσει να τρως;” τη ρώτησε τότε η παπαγαλίνα.

“Πως!”

“Κακώς!”

“Γιατί;”

“Γιατί θα πρέπει να το ράψεις” είπε η Μοδέστα, δείχνοντας με την άκρη του φτερού της το πλατύ στόμα της Ρίνας.

“Εντελώς;”

“Είσαι που είσαι άσχημη κι απεριποίητη. Αν δεν κάνεις και μια θυσία, τι ελπίδα έχεις ν’ αποκτήσεις έστω κι ένα θαυμαστή;”

“Ενώ εσύ θα έχεις—”

“Τόνους από δαύτους!” κορδώθηκε η Μοδέστα. “Με κυνηγάνε όλη μέρα! Έρχονται καταπάνω μου με τις τσέπες γεμάτες λαχταριστούς σπόρους και ξηρούς καρπούς. Χούφτες ολόκληρες αφήνουν στα πόδια μου, για μία μόνο πόζα. Μα εγώ δείχνω χαρακτήρα! Ακούς; Αν και θέλω να καταβροχθίσω και το τελευταίο σπυρί, δεν το κάνω για να μη χαλάσω τη σιλουέτα μου. Αυτό θα πει να θυσιάζεσαι για το σκοπό της ζωής σου.”

“Και ποιος ακριβώς είναι αυτός;”

“Μα… να σε λατρεύουν!”

Τα λόγια της παπαγαλίνας έβαλαν σε σκέψεις τη βατραχίνα. Οι εμπειρίες της Μοδέστας ήταν σίγουρα πολύτιμες, αφορούσαν όμως ζώα που ήταν από φυσικού τους όμορφα. Αυτό που ενδιέφερε τη Ρίνα ήταν να μάθει τι μπορούσαν να κάνουν όλα τ’ άλλα ζώα, όσα δηλαδή δεν είχαν κληρονομήσει τις τέλειες αναλογίες ή τον πιο αρμονικό συνδυασμό χρωμάτων. Δεν υπήρχε άραγε κάτι πιο απλό και πρακτικό που θα μπορούσε να κάνει μια συνηθισμένη βατραχίνα, ώστε να δανειστεί λίγη από τη γοητεία μιας παπαγαλίνας σαν τη Μοδέστα;

“Πλαστική χειρουργική, ίσως” ήταν η απάντηση της παπαγαλίνας. “Αλλά γι’ αυτήν θα πρέπει να ρωτήσεις τους ανθρώπους. Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να τους κάνεις να σε προσέξουν”.

“Αυτό είναι το πιο απλό;”

“Ακριβώς”.

“Και το πιο πρακτικό;”

“Να ρουφήξεις μέσα το στομάχι”.

“Αυτό, ναι. Γίνεται!” ενθουσιάστηκε η βατραχίνα, ρουφώντας αμέσως προς τα μέσα την κοιλιά.

“Και την καμπούρα” συμπλήρωσε η Μοδέστα. “Κι αν τα καταφέρεις, ρούφα και τις πεταχτές ματάρες σου μέχρι να επιστρέψουν στο πρόσωπό σου!”

“Μα γίνονται αυτά;”

“Αν δεν είσαι από τη φύση σου όμορφη, ξεγέλα τη φύση παριστάνοντας την όμορφη!”

“Εντάξει, το ‘πιασα” είπε η Ρίνα. “Για να γοητέψω κάποιον, πρέπει να τον κοροϊδέψω. Έτσι μόνο θα γίνω κι εγώ μια μέρα μια σταρ πρώτου μεγέθους σαν κι εσένα”.

“Λάθος!” ακούστηκε εκείνη τη στιγμή μια τρίτη, βροντερή φωνή, ψηλά πάνω από τα κεφάλια των άλλων δύο.

“Ωχ, ο Μιχαήλ!” στράβωσε απότομα η παπαγαλίνα, αναγνωρίζοντας από τη φωνή κάποιον γνωστό της.

Κι άλλος μιμητής, είπε από μέσα της κι η βατραχίνα, παρακολουθώντας με θαυμασμό ένα μικρόσωμο πίθηκο με μακριά ουρά να κατεβαίνει από ένα δέντρο με πανέμορφα μπλε άνθη, εκτελώντας μια σειρά από περίτεχνες ακροβατικές φιγούρες.

“Ξέρω, ξέρω” είπε βιαστικά στον πίθηκο η Ρίνα, μόλις εκείνος ήρθε και στάθηκε μπροστά της. “Πρέπει να το ρίξω στη γυμναστική, αν θέλω να δυναμώσουν τα πόδια μου και να περπατήσω κι εγώ μια μέρα σαν άνθρωπος. Σωστά;”

“Τρελάθηκες;” φώναξε αυτός, με μια φωνή δυσανάλογα δυνατή για το μέγεθός του. “Αυτός είναι ο στόχος σου; Να μοιάσεις σε κάποιον άλλο;”

“Και τι να κάνω τότε;”

“Κοίτα να βελτιώσεις τον εαυτό σου…”

“Μα δεν ισιώνει η καμπούρα μου! Ούτε θα μπουν ποτέ τα πεταχτά μου μάτια μέσα στις κόγχες τους!”

“Δεν εννοώ την εξωτερική εμφάνιση” είπε ο Μιχαήλ, λοξοκοιτώντας προς τη μεριά της Μοδέστας. “Εννοώ ν’ αναγνωρίσεις και να καλλιεργήσεις τις αρετές του χαρακτήρα σου, έτσι ώστε ν’ αγαπήσεις εσύ πρώτη και καλύτερη τον εαυτό σου”.

Και χωρίς να χάσει χρόνο της παρουσιάστηκε ο ίδιος σαν παράδειγμα. Σαν πίθηκος-κράχτης που ήταν, ήταν από τη φύση του πιο τεμπέλης από τ’ άλλα πρωτεύοντα ξαδέλφια του, μιας και το είδος του βολευόταν στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής. Έτσι όμως οι πίθηκοι-κράχτες δεν εκμεταλλεύονταν τα χαρίσματα που τους είχε δώσει η φύση, με συνέπεια να παραμελούν συχνά τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό κι εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να φωνάξει λίγο πιο δυνατά, να τρέξει λίγο πιο γρήγορα, ή να πηδήξει λίγο πιο μακριά. Και πάνω απ’ όλα, να χορέψει με την ψυχή του.

“Τρελαίνομαι για το χορό!” της φώναξε, κι άρχισε μια ξέφρενη χορευτική επίδειξη, που περιλάμβανε από κλακέτες και πιρουέτες μέχρι ένα σύντομο αλλά ιδιαίτερα παθιασμένο ταγκό, με παρτενέρ την ίδια τη Ρίνα.

“Το χάρηκες;” ρώτησε μόλις την άφησε ξανά κάτω.

“Ναι” του απάντησε εκείνη ζαλισμένη, και με τη γλώσσα έξω.

“Είδες λοιπόν πως μπορείς να γίνεις πραγματικό αστέρι; Όχι εντυπωσιάζοντας τους άλλους, αλλά εντυπωσιάζοντας τον ίδιο σου τον εαυτό…”

Μόνη το ίδιο βράδυ, κι ενώ διέσχιζε ένα από τα πολλά μονοπάτια που ξετυλίγονταν σαν κουβάρια στο εσωτερικό του πάρκου, η Ρίνα ξανασκέφτηκε όλα όσα της είχαν πει η παπαγαλίνα κι ο πίθηκος. Από τη μια χαιρόταν για τις γνώσεις που είχε αποκομίσει, αλλά από την άλλη στενοχωριόταν, καθώς η μέθοδος της Μοδέστας θυσίαζε την απόλαυση του καθημερινού φαγητού, ενώ η μέθοδος του Μιχαήλ της προκαλούσε απίστευτη κούραση και ζάλη.

Και γιατί, αναρωτήθηκε, δεν μπορούσε ν’ αγαπηθεί όπως ήταν; Τι σημασία είχε αν καμπούριαζε πριν από κάθε πήδο; Αν κουβαλούσε λίγη κοιλίτσα παραπάνω; Ή αν τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πεταχτά σαν ντοματάκια; Άραγε δεν ξεχώριζε αρκετά από τα υπόλοιπα ζώα χάρη σ’ αυτές τις ιδιαιτερότητές της, ώστε ν’ αξίζει της προσοχής των ανθρώπων;

Κάνοντας αυτούς τους συλλογισμούς, η Ρίνα άρχισε να χοροπηδάει από χαρά της, νιώθοντας για πρώτη φορά ευτυχισμένη που είχε γεννηθεί βατραχίνα. Ξαφνικά όμως, μια νέα σκέψη την έκανε να χάσει τη διάθεσή της.

Καλή και άγια η διαφορετικότητά της, αλλά πώς θα την ανακάλυπταν οι πρωινοί επισκέπτες του πάρκου, όσο εξακολουθούσε να κοιμάται όλη μέρα και να κυκλοφορεί μονάχα τη νύχτα; 

Γυρεύοντας μια απάντηση, η Ρίνα περπάτησε για ώρα σκυθρωπή και με το κεφάλι χαμηλωμένο, ώσπου το μονοπάτι που είχε πάρει την έβγαλε στην όχθη του Αμαζόνιου ποταμού, μπροστά σε κάτι γιγάντιες προβλήτες που αντίκριζε για πρώτη φορά στη ζωή της.

“Ορίστε! Το βρήκα!” φώναξε δυνατά. “Θα περιμένω εδώ που δένουν τα πλοία μέχρι ν’ ανατείλει ξανά ο ήλιος. Έτσι, ακόμα κι αν με πάρει ο ύπνος, ο κόσμος που θα μας επισκεφτεί αύριο το πρωί θα με βρει μπροστά στα πόδια του!”

Και μ’ αυτή τη σκέψη πέρασε υπομονετικά τη νύχτα μέχρι που, λίγο πριν ξημερώσει, να βαρύνουν ξανά τα μάτια της και να την πάρει ο πιο γλυκός ύπνος της ζωής της.