Montag, 28. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 9

ένα ποταμόπλοιο σχεδόν σαν του Κοσανόβα


Χάρη στον χαμαιλέοντα, τα τέσσερα ζώα κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από την παγίδα που τους είχαν στήσει οι αράχνες την τελευταία ακριβώς στιγμή. Τα βάσανά τους όμως δεν είχαν τελειωμό. Εξαντλημένα από το ατέλειωτο ταξίδι και φοβισμένα από τα κακά συναπαντήματα, άρχισαν με τον καιρό να παρουσιάζουν διάφορα περίεργα συμπτώματα. 

Χειρότερα απ’ όλους ήταν η Μοδέστα. Έχοντας μαδήσει η ίδια τα πούπουλα της ουράς της, κι έχοντας αφήσει άλλα τόσα κολλημένα στον ιστό των αραχνών, αισθανόταν πιο άσχημη από ποτέ. Στην αρχή, όποτε κοιταζόταν σε κάποιον νερόλακκο, έκλεινε απλά τα μάτια και φανταζόταν τον εαυτό της όπως ήταν πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. Όμορφη, δηλαδή, και λαμπερή σαν μια σταρ πρώτου μεγέθους. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες υπέφερε ολοένα και πιο συχνά από παραισθήσεις που την έκαναν να πιστεύει πως ήταν στ’ αλήθεια πίσω στο πάρκο, με αποτέλεσμα να μιλά ώρες ατέλειωτες με φανταστικούς θαυμαστές πάνω σ’ ένα εξίσου φανταστικό κρουαζιερόπλοιο.

Ο Κοσανόβα, από την άλλη, έβλεπε στον ύπνο του πάντα τον ίδιο εφιάλτη: πως μαζεύονταν γύρω του όλα τα ζώα που είχε μιμηθεί στη ζωή του, απαιτώντας ν’ αποκτήσει επιτέλους τη δική του, ξεχωριστή προσωπικότητα. Έτσι δεν περνούσε νύχτα που να μην παράδερνε δεξιά κι αριστερά, φωνάζοντας συγχυσμένος “μη με πιέζετε!”, “δώστε μου χρόνο!”, “μια προσωπικότητα ψάχνω κι εγώ”, “τόσο εύκολο είναι;” ώσπου ανέπτυξε μια σειρά από νευρικά τικ που του έμειναν κουσούρι ακόμα και στο ξύπνιο του.

Μπροστά στη χαμένη ομορφιά της Μοδέστας και τη χαμένη προσωπικότητα του Κοσανόβα, η απώλεια του Μιχαήλ φάνταζε πραγματικά ασήμαντη στους άλλους. Για έναν πίθηκο-κράχτη όμως, η απώλεια της φωνής του ήταν μια τραυματική εμπειρία. Εκεί όπου άλλοτε ένας δικός του ψίθυρος ισοδυναμούσε με το ουρλιαχτό μιας ολόκληρης αγέλης ζώων, τώρα η λαλιά που έβγαινε από μέσα του δεν ακουγόταν πιο δυνατή από το βούισμα ενός εντόμου. Κι αυτό, βαθιά μέσα του, τον έκανε να αισθάνεται λιγότερο πίθηκος απ’ όσο ήταν άλλοτε.

Στον αντίποδα όλων αυτών βρισκόταν η Ρίνα. Ταξιδεύοντας ολημερίς στις πλάτες του πιθήκου, χωρίς να χάνει λεπτό από τον πρωινό της ύπνο, ξυπνούσε κάθε βράδυ ξεκούραστη κι ανανεωμένη. Κι ενώ είχε δώσει το λόγο της να στέκεται φρουρός πάνω από τον Μιχαήλ, τη Μοδέστα και τον Κοσανόβα όσο εκείνοι κοιμόντουσαν, ώστε να μην βρεθούν ξανά θαμμένοι ζωντανοί, ή και χειρότερα ακόμη, άρχισε κάποια στιγμή να ξεστρατίζει πάλι από πλάι τους. Ανυπομονώντας να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό της, έψαχνε από εδώ και σκάλιζε από εκεί, αναζητώντας μ’ επιμονή κι υπομονή το κρυφό εκείνο πέρασμα που θα την έφερνε μπροστά από τις πύλες του Ρίο.

Μόνο που αυτό που ανακάλυψε ένα βράδυ με νέα σελήνη σ’ έναν απόμερο, ήσυχο παραπόταμο του Αμαζόνιου, δεν ήταν κανένα πλήθος ξέφρενων καρναβαλιστών, παρά ένα μοναχικό, θεοσκότεινο ποταμόπλοιο χωρίς ίχνος ψυχής πάνω του.

Αφού έμεινε κάμποση ώρα με το στόμα ανοικτό, σαν να μην μπορούσε να χωνέψει το αναπάντεχο θέαμα, έκανε απότομα μεταβολή, κι έτρεξε γρήγορα πίσω στους φίλους της, ξεσηκώνοντας τη μισή ζούγκλα με τις κραυγές της.  

“Ξυπνήστε!” τους φώναξε κι από κοντά, σαν να μην είχαν ήδη πεταχτεί στο πόδι. “Έχουμε επισκέψεις!”

“Να τους πεις να περιμένουν” είπε με την τσίμπλα στο μάτι η παπαγαλίνα. “Μέχρι το πρωί, ακούς;”

“Μα τότε μπορεί να έχουν φύγει” αποκρίθηκε η Ρίνα. “Πρέπει να τους συναντήσουμε τώρα! Τώρα αμέσως!”

“Όχι τώρα. Αποκλείεται” επέμεινε η Μοδέστα, αφήνοντας να της ξεφύγει ένα βαθύ χασμουρητό. “Πρέπει κι αυτοί να μάθουν να σέβονται κάποια πράγματα. Όπως τον ύπνο μου, για παράδειγμα, που με κρατάει πάντα τόσο όμορφη κι αστραφτερή. Επιτέλους, τι σόι θαυμαστές είναι, αν δεν μπορούν να δείξουν λίγη κατανόηση; Λες κι ό,τι κάνω, δεν το κάνω γι’ αυτούς αλλά για μένα!”

Διαπιστώνοντας με λύπη ότι η Μοδέστα παρέμενε χαμένη στον κόσμο της φαντασίας της, οι άλλοι τρεις κούνησαν απλά τα κεφάλια και βοήθησαν τον Μιχαήλ να την πάρει παραμάσχαλα, ώστε να ξεκινήσουν όλοι μαζί προς την ακροποταμιά όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο εκείνο το περίφημο πλοίο.

“Λοιπόν;” ρώτησε η Ρίνα, μόλις έφτασαν κοντά. “Πώς σας φαίνεται; Δεν είναι σχεδόν σαν του Κοσανόβα;”

“Πλάκα μου κάνεις;” μουρμούρισε ο χαμαιλέοντας. “Αυτό δεν μοιάζει σε τίποτα με το δικό μου!”

“Μα, πως!” είπε η Ρίνα, γουρλώνοντας τα κατακόκκινα μάτια της. “Και φουγάρο έχει. Και γέφυρα του καπετάνιου έχει. Και κατάστρωμα έχει. Και φινιστρίνια έχει. Κι ένα τροχό στο πλάι έχει…”

“Όλα τα έχει, αλλά όχι όπως το δικό μου!” ξανάπε ο Κοσανόβα, κοιτώντας καχύποπτα το πλοίο. “Άσε που είναι πολύ μικρότερο από το δικό μου. Πού είναι τα τρία καταστρώματα του Κοσανόβα; Πού είναι τα διπλά φουγάρα; Τα φωτεινά φινεστρίνια; Οι αστραφτερές αίθουσες του χορού; Τα λαμπερά εστιατόρια; Τα πολυτελέστατα καθιστικά; Όχι, τηγανιτό μου κολοκυθολούλουδο. Αυτό εδώ είναι πολύ, πολύ πιο μικρό από το δικό μου πλοίο. Και πολύ, πολύ πιο παλιό”.

“Και πολύ, πολύ πιο παραμελημένο!” πετάχτηκε η Μοδέστα, με μια διαύγεια που οφειλόταν, το δίχως άλλο, στο ότι βρισκόταν ξανά σε απόσταση αναπνοής από τους αγαπημένους της ανθρώπους.  “Γιατί να μασάμε τα λόγια μας; Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται. Το ποταμόπλοιο του Κοσανόβα ήταν σκέτη αρχοντιά. Ψεγάδι δεν του έβρισκες. Ενώ αυτό εδώ είναι ένα σκέτο χάλι. Ορίστε! Κοιτάξτε το φουγάρο και πέστε μου ότι δεν είναι ετοιμόρροπο, έτσι όπως γέρνει προς τα πίσω. Αφού το έχουν δέσει από τρεις μεριές για να μην τους φύγει! Τι λέμε τώρα! Δείτε όμως και τον πλαϊνό τροχό. Οι μισές σανίδες του είναι σπασμένες. Απορώ πως ταξιδεύει ακόμα αυτό το πλοίο. Τι λέω; Απορώ πως επιπλέει! Και μιας και μιλάμε για αρχοντιά… θα μου πει κανείς πού είναι όλα τα φώτα;”

“Ε, πως!” διαμαρτυρήθηκε η Ρίνα. “Δεν είναι αναμμένη μια λάμπα εκεί ψηλά, στη γέφυρα του καπετάνιου;”

“Μία μόνο λάμπα;” συνέχισε η παπαγαλίνα, που είχε πάρει ξαφνικά τα πάνω της. “Τι να μου κάνει μία λάμπα; Να σου θυμίσω το εκτυφλωτικό φως του Κοσανόβα; Μα τι λέω. Δεν ήταν φως αυτό. Ο ίδιος ο ήλιος ήταν, που έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Ξεχνιούνται αυτά, Ρίνα μου; Και κάτι τελευταίο: πού είναι ο κόσμος; Πού είναι το πλήρωμα; Βλέπει κανείς σας κανέναν;”

“Ησυχία!” είπε τότε ο Μιχαήλ.

“Ένα καράβι φάντασμα, να τι είναι!” συμπλήρωσε η Μοδέστα, θέλοντας ύστερα από καιρό να έχει ξανά τον τελευταίο λόγο.

“Σσσς!” ξανάπε ο πίθηκος, κάνοντάς νόημα να στήσουν αυτί στους πνιγμένους ήχους που άρχιζαν να βγαίνουν από το πλοίο. “Τ’ ακούτε κι εσείς; Τι λέτε να είναι; Κουβέντες; Γέλια; Τραγούδια;”

Πράγματι από τα σωθικά του πλοίου έβγαιναν σταδιακά όλο και περισσότεροι ήχοι, που όσο δυνάμωναν, τόσο γίνονταν πιο ξεκάθαροι και κατανοητοί στα τέσσερα ζώα.

“Εύκολο!” είπε πρώτη η Ρίνα. “Αυτά δεν είναι παρά βατράχια που κρώζουν!”

“Κι αυτοί ιαγουάροι που βρυχώνται” εξήγησε ο Κοσανόβα. “Έχω μιμηθεί εγώ τέτοιους…”

“Κι αυτά φλαμίγκο που ξελαρυγγιάζονται” είπε η Μοδέστα με το γνωστό υπεροπτικό της ύφος. “Και τ’ άλλα, τα κακόμοιρα, είναι παγόνια που—”

“Εντάξει, κατάλαβα” είπε τότε ο πίθηκος, χοροπηδώντας από τη χαρά του. “Τώρα όλα βγάζουν νόημα. Το ποταμόπλοιο που έχετε μπροστά σας, φίλοι μου, έχει ταλαιπωρηθεί από τα συνεχή ταξίδια! Κι όλα αυτά τα ζώα πρέπει να επιβιβάστηκαν σ’ αυτό—”

“Με προορισμό το καρναβάλι του Ρίο!” έκραξε η Ρίνα.

“Κι αν δεν είναι έτσι;” μουρμούρισε ο Κοσανόβα.

“Κι όμως! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση” φώναξε ο Μιχαήλ με μια φωνή που θύμισε σ’ όλους τον παλιό, καλό του εαυτό. Και προτού προλάβει κανείς να τον σταματήσει, πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη μεριά του πλοίου.

Montag, 21. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 8

σε τι δίχτυα πέσαμε;


Αφού πέρασαν τη νύχτα με ασφάλεια μέσα σ’ ένα καλό κρησφύγετο που είχε βρει ο Μιχαήλ, τα τέσσερα ζώα μπήκαν ξανά στη σειρά το άλλο πρωί, και ξεκίνησαν προς το άγνωστο με μόνο οδηγό την ελπίδα.

Στο δρόμο συνάντησαν κούκους που μεγάλωναν τ’ αυγά τους σε ξένες φωλιές, γιγάντια και μικροσκοπικά κολίμπρι που έσταζαν νέκταρ από τα ράμφη τους, και νεαρές λιβελλούλες, οι οποίες μόλις είχαν εκκολαφτεί και περίμεναν να στεγνώσουν τα φτερά τους για να πετάξουν για πρώτη φορά. Γνώρισαν ακόμα νωχελικούς βραδύποδες και μόνιμα καθυστερημένες σαρανταποδαρούσες, βαριεστημένα σκαθάρια και ντροπαλούς γυμνοσάλιαγκες, αλλά και μια οικογένεια από υπερβολικά κοινωνικά καπιμπάρα, που ήθελαν με το ζόρι να τους φιλοξενήσουν για πάντα στα μέρη τους. Όσα ζώα όμως κι αν αντάμωσαν, δεν βρήκαν ούτε ένα που να είχε ακούσει για το Ρίο ή το φημισμένο καρναβάλι του.

Έτσι η Μοδέστα, που στο μεταξύ είχε μαδήσει την ουρά της σε μια προσπάθεια να σημαδέψει με κόκκινα πούπουλα το δρόμο του γυρισμού, επαναστάτησε κατά του Μιχαήλ. Κατηγορώντας τον ότι είχε συμμαχήσει κρυφά με τη Ρίνα, απαίτησε να κάνουν επιτόπου μεταβολή και να επιστρέψουν αμέσως στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. Κι όταν εκείνος αρνήθηκε την κατηγορία, η παπαγαλίνα του θύμισε τις ατέλειωτες διαφωνίες που είχαν πίσω στο πάρκο, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε χίλιες φορές να χαθεί μέσα στη ζούγκλα, από το να πάρει έστω και μια φορά το μέρος της.

Έξω φρενών με τις καταγγελίες της, ο πίθηκος πρότεινε τότε να μαζευτούν όλοι σ’ ένα κύκλο για να ψηφίσουν τον προορισμό της αρεσκείας τους. Η ψηφοφορία θα ήταν φανερή κι η απόφαση της πλειοψηφίας θα ήταν δεσμευτική για όλους.

Πρώτη και καλύτερη ψήφισε η Μοδέστα, κράζοντας “πίσω!” και δείχνοντας αόριστα προς ένα σημείο του ορίζοντα. Αμέσως μετά ψήφισε η Ρίνα, φωνάζοντας “μπροστά!” και δείχνοντας εξίσου αόριστα προς την αντίθετη κατεύθυνση που είχε δείξει η Μοδέστα. Με τις ψήφους μοιρασμένες, ήρθε έπειτα η σειρά του Κοσανόβα να ψηφίσει. Εκείνος όμως, στριμωγμένος όπως ήταν ανάμεσα στην παπαγαλίνα και τη βατραχίνα, ένιωσε τόσο επηρεασμένος κι από τις δύο που δεν ήξερε τι να ψηφίσει. Τη μία έλεγε “πίσω” και την άλλη “μπροστά”, σαν κολλημένη βελόνα. Ώσπου η ψήφος του ακυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς κανένας δεν είχε το δικαίωμα να ψηφίσει δύο φορές στις ίδιες εκλογές.

Ο αποκλεισμός του χαμαιλέοντα είχε ως αποτέλεσμα να έχει ο Μιχαήλ τον τελευταίο λόγο. Κι όταν εκείνος ψήφισε “μπροστά”, χωρίς να δικαιολογηθεί, η Μοδέστα πανηγύρισε τρελά το αρνητικό γι’ αυτήν αποτέλεσμα. Όχι βέβαια επειδή είχε τρελαθεί. Αλλά επειδή πίστευε ότι είχαν πέσει οι μάσκες, κι είχε αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο η κρυφή συμμαχία του πιθήκου με τη βατραχίνα.

Μετά από αυτή την επεισοδιακή ψηφοφορία, οι τέσσερις συνοδοιπόροι συνέχισαν να βολοδέρνουν στη ζούγκλα για κάμποσες μέρες. Κι όπως σε όλο αυτό το διάστημα ο Μιχαήλ δεν σταμάτησε να ρωτάει δεξιά κι αριστερά για το Ρίο, έτσι κι η Μοδέστα δεν σταμάτησε να βρίσκει αφορμές για να τσακωθεί μαζί του.

Ώσπου ένα πρωινό σαν όλα τ’ άλλα, περνώντας μέσα από ένα ιδιαίτερα σκοτεινό μέρος του δάσους όπου ελάχιστες μόνο αχτίδες του ήλιου διαπερνούσαν το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, έπεσαν χωρίς να το καταλάβουν σε μια πραγματικά αόρατη παγίδα.

“Αμάν! Θα μου πει κανείς γιατί δεν μπορώ να κουνήσω τα φτερά μου;” φώναξε η Μοδέστα, παλεύοντας μάταια να ξεφύγει από κάτι δεσμά που δεν έβλεπε, αλλά τα ένιωθε να την κρατούν μετέωρη στον αέρα.

“Εμένα ρωτάς;” απάντησε ο Μιχαήλ, αιχμάλωτος κι αυτός της ίδιας παγίδας, που απλωνόταν από τις ρίζες μέχρι τις πανύψηλες κορυφές των δένδρων. “Αλήθεια, σε τι δίχτυα πέσαμε;

“Δίχτυα;” έκραξε η Μοδέστα, ψηλά πάνω από τα κεφάλια των φίλων της. “Α, να σας πω! Ακούει κανείς; Δεν είμαι ψάρι! Μπορεί μακριά από το Πάρκο της Άγριας Φύσης να είμαι σαν ψάρι έξω από τα νερά του, αν όμως με αφήσετε ελεύθερη θα σας αποδείξω ότι είμαι δεν είμαι ψάρι, αλλά πουλί!”

“Κι εγώ το ίδιο” φώναξε ο Κοσανόβα.

“Εσύ, πουλί;”

“Όχι, αλλά μπορώ ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ψάρι!”

“Μα για ποια ψάρια μιλάτε!” έβαλε τις φωνές ο πίθηκος, έχοντας στο μεταξύ εξετάσει προσεκτικά τα δεσμά τους. “Αυτά εδώ δεν είναι δίχτυα ψαράδων, παρά εξαιρετικά ανθεκτικοί αραχνοΰφαντοι ιστοί!”

“Από μία μόνο αράχνη;” ρώτησαν οι άλλοι δυο, ανατριχιάζοντας στη σκέψη μιας γιγάντιας αράχνης, ικανής να απλώσει τους ιστούς της σε ύψος και πλάτος πολλών δεκάδων μέτρων.

“Σκεφτείτε τις δαγκάνες της!” έκραξε η Μοδέστα.

“Σκεφτείτε την κοιλιά της!” φώναξε ο Κοσανόβα.

“Σκεφτείτε καλύτερα μια λύση, αντί να κολλάτε στο πρόβλημα!” πρότεινε ο Μιχαήλ.

“Αμ, σας στο έλεγα εγώ! Δεν σας το έλεγα, να γυρίσουμε πίσω;” παραπονέθηκε η Μοδέστα, βλέποντας τα πανέμορφα πούπουλά της να ξεκολλάνε από το σώμα της και να μένουν κολλημένα στους ιστούς, κάθε φορά που έκανε μια νέα προσπάθεια για ν’ απελευθερωθεί. “Ποιο Ρίο και πράσινα άλογα; Εγώ τα είχα όλα! Και θαυμαστές είχα. Και φωτογράφους είχα. Κι όσο φαγητό ήθελα είχα! Ενώ τώρα; Εγώ πεινάω, κι άλλος θα με φάει…”

“Μπορείς να μη φωνάζεις σε παρακαλώ πολύ;” ψιθύρισε ο πίθηκος, ανησυχώντας ότι οι στριγκλιές της παπαγαλίνας θα τραβούσαν πάνω τους την προσοχή της μιας ή των πολλών αραχνών που είχαν κατασκευάσει αυτόν τον πελώριο ιστό.

“Όχι, δεν μπορώ να μην φωνάζω!” συνέχισε αυτή. “ Γιατί δεν αντέχω άλλο! Εμπρός; Μ’ ακούει κανείς; Έτσι και γυρίσω πίσω υπόσχομαι ν’ αλλάξω συμπεριφορά. Θα γίνω κι εγώ σαν τη Ρίνα: χαλάκι να με πατήσουν! Τι λέω; Και πιο ταπεινή από τη Ρίνα. Δεν θ’ απαρνηθώ μόνο τις δίαιτες, τους φωτογράφους και τους θαυμαστές μου. Θα ψαλιδίσω ακόμα και τα φτερά μου. Υπόσχομαι να γίνω πραγματικά αγνώριστη. Αρκεί να τη γλυτώσω και να γυρίσω πίσω”.

“Για στάσου!” γύρισε ξαφνικά προς τον Κοσανόβα ο Μιχαήλ, έχοντας δουλέψει μια ιδέα στο μυαλό του, όση ώρα παραμιλούσε η Μοδέστα. “Θυμάσαι τι μας έλεγες τις προάλλες; Ότι είσαι καταδικασμένος να μοιάζεις στους άλλους…”

“Και λοιπόν;”

“Και λοιπόν… ήρθε η ώρα να μεταμορφωθείς σε αράχνη!”

“Και γιατί να μη μεταμορφωθεί σε ψάρι;” ρώτησε αμέσως η παπαγαλίνα.

“Γιατί δεν έχουμε να ξεγλιστρήσουμε μέσα από δίχτυα, αλλά μέσα από αραχνοΰφαντους ιστούς. Που κολλάνε!”

“Σαν σιροπιαστό κανταΐφι!” συμπλήρωσε ο Κοσανόβα.

“Κατάλαβες τώρα, Μοδέστα;” ρώτησε κάπως αμήχανα ο Μιχαήλ, μιας και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του κανταΐφι.

“Ίσως…” μουρμούρισε εκείνη.

“Σκεφτόμουν λοιπόν” συνέχισε να λέει στον Κοσανόβα ο Μιχαήλ “ότι σαν αράχνη θα μπορούσες να τυλίξεις σ’ ένα κουβάρι τους ιστούς που μας κρατούν ακινητοποιημένους, κι έτσι να μας ελευθερώσεις από τα δεσμά μας. Τι λες κι εσύ;”

“Δεν έχω καμία αντίρρηση!” απάντησε ο χαμαιλέοντας. “Μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα σ’ αυτό το πλάνο. Για να μεταμορφωθώ σε αράχνη και να μιμηθώ τη συμπεριφορά της, πρέπει πρώτα να τη δω—”

Δεν πρόλαβε σχεδόν να ολοκληρώσει τη φράση του ο Κοσανόβα, όταν μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε μια μικροσκοπική καφετιά αράχνη, που κοντοστάθηκε στο φως μιας ηλιαχτίδας σαν πριμαντόνα σε θεατρική σκηνή.

Αυτή η αράχνη ήταν τόσο μικρή σε σχέση με τους ιστούς, που αντί να τους τρομάξει τους έκανε αρχικά να χαμογελάσουν. Μόλις όμως διαπίστωσαν ότι πίσω από αυτήν ακολουθούσε ένας ολόκληρος στρατός από παρόμοιες αράχνες, το χαμόγελο πάγωσε στα πρόσωπά τους. Θυμήθηκαν τότε το πάθημά τους με τα εξίσου μικροσκοπικά αλλά αιμοβόρα μυρμήγκια, κι η αγωνία τους έφτασε στο κατακόρυφο.

“Τι περιμένεις;” φώναξε στον χαμαιλέοντα ο πίθηκος. “Ξεκίνα να μεταμορφώνεσαι! Και μην ξεχνάς ότι είσαι με το δικό μας μέρος!”

Dienstag, 15. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 7

ούτε ψύλλος στον κόρφο μου


Τις επόμενες μέρες τα τέσσερα ζώα περιπλανήθηκαν μέσα στη ζούγκλα σαν φαντάσματα σε ξένο σπίτι. Όποια κατεύθυνση κι αν πήραν, τους έβγαζε πάντα σε κάποιο αδιέξοδο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν να τα βάλουν και με τα στοιχεία της φύσης. Οι έντονες καταιγίδες που ξέσπαγαν χωρίς προειδοποίηση πλημμύριζαν τα ποτάμια, τους βάλτους και τους δασότοπους, υποχρεώνοντάς τους σε χρονοβόρες και κοπιαστικές αλλαγές πορείας, με αποτέλεσμα να χάνουν λίγο λίγο τις δυνάμεις τους.

Φαΐ, φυσικά, υπήρχε άφθονο γύρω τους. Δεν έτρωγαν όμως όλοι το ίδιο. Ο Μιχαήλ κι η Ρίνα, που ήταν συνηθισμένοι να συλλέγουν μόνοι την τροφή τους, δεν έχαναν εύκολα γεύμα. Ενώ η Μοδέστα κι ο Κοσανόβα, που είχαν μάθει να τρώνε μέσα από τα χέρια των ανθρώπων, δυσκολεύονταν να γεμίσουν τα στομάχια τους, χάνοντας καθημερινά βάρος.

Με τις ελπίδες και τα κουράγια τους ν’ αργοσβήνουν, έφτασαν κάποτε σ’ ένα τροπικό δάσος πνιγμένο στην υγρασία και την ομίχλη. Ένα παχύ γκρίζο πέπλο σκέπαζε τα πάντα, από το πιο χαμηλό φυτό ως το πιο ψηλό δέντρο, και μια απόκοσμη σιωπή κατάπινε κάθε θόρυβο, μικρό ή μεγάλο.

Νιώθοντας σαν να είχαν απομείνει ολομόναχοι πάνω στη γη, ο Μιχαήλ, η Ρίνα, η Μοδέστα κι ο Κοσανόβα προχώρησαν έτσι στα τυφλά και στα μουγκά, ανήμποροι ακόμα και να ξεχωρίζουν τις μέρες από τις νύχτες, ώσπου συνάντησαν έναν ορμητικό παραπόταμο του Αμαζόνιου που δεν μπορούσαν εύκολα να τον παρακάμψουν.

Ξέρει κανείς κολύμπι; ρώτησε ο Μιχαήλ με νοήματα, μιας κι η φωνή του πνιγόταν από την υγρασία.

Όχι, του έγνεψαν οι άλλοι.

Αλλά εγώ μπορώ να πετάξω απέναντι, είπε κουνώντας με κόπο τα φτερά της η Μοδέστα, για να χαθεί στην ομίχλη χωρίς να νοιαστεί για τους συντρόφους της.

Κι εμείς; έγνεψε με την ουρά του ο Κοσανόβα.

Να, έδειξε ένα μισοβυθισμένο κορμό στην άκρη του ποταμού ο Μιχαήλ, ανάμεσα σε κάτι πανύψηλα υδρόβια φυτά.

Αποκλείεται, ξανακούνησε την ουρά του ο χαμαιλέοντας, κάνοντας αμέσως πίσω μιας και δεν ήξερε κολύμπι.

Με την υπομονή που δεν είχε δείξει προηγουμένως η Μοδέστα, ο Μιχαήλ έδωσε στον Κοσανόβα το χρόνο που χρειαζόταν για να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσουν απέναντι. Κι όταν ο χαμαιλέοντας το πήρε τελικά απόφαση, ανέβηκαν μαζί με τη Ρίνα πάνω στον κορμό, κι έβαλαν πλώρη για την άφαντη απέναντι όχθη.

Δεν πέρασαν όμως πέντε λεπτά κι ο κορμός άρχισε να σαλεύει κάτω από τα πόδια τους, σαν να είχε ξαφνικά ζωντανέψει.

“Μιχαήλ!” φώναξε ο Κοσανόβα, καθώς η ορμητική ροή του ποταμού τους είχε παρασύρει στα όρια της ομίχλης, εκεί όπου οι αχτίδες του ήλιου άνοιγαν τις πρώτες τρύπες στο γκρι πέπλο της φύσης. “Μιχαήλ, λέω! Μ’ ακούς;”

“Τι τρέχει;” ρώτησε ο πίθηκος, έχοντας κατά νου να μην του πέσει η Ρίνα, που κοιμόταν όπως πάντα ήσυχα στον ώμο του.

“Πες… αλεύρι…” τραύλισε ο χαμαιλέοντας.

“Αλεύρι!” φώναξε ο Μιχαήλ, απίστευτα χαρούμενος που άκουγε πάλι τη φωνή του φίλου του.

“Ένα... φί… δι… σε… γυ… ρεύ… ει…”

“Ένα …τι;” γύρισε προς τη μεριά του χαμαιλέοντα ο πίθηκος, για ν’ αντικρίσει έκπληκτος το κεφάλι ενός πελώριου φιδιού να ξεπροβάλλει από τ’ αφρισμένα νερά του ποταμού και να τον κοιτάει με παρόμοια έκπληξη.

“Και τώρα λέγε, Μιχαήλ!” είπε τρέμοντας από το φόβο του ο Κοσανόβα. “Τι προτιμάς; Να πέσουμε στο ποτάμι και να πνιγούμε, ή να μας βγάλει το φίδι στη στεριά για να μας καταβροχθίσει;”

Μη ξέροντας τι ν’ απαντήσει, αφού είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, ο πίθηκος έκλεισε τα μάτια κι αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε τη φουσκωμένη κοιλιά του τεράστιου ερπετού.

Από την αντίδραση του Μιχαήλ, ο Κοσανόβα συμπέρανε ότι ο πίθηκος προτιμούσε να βρεθεί στο πιάτο ενός φιδιού, παρά στον πάτο του ποταμού. Γι’ αυτό, χωρίς δεύτερη σκέψη, έκλεισε κι αυτός τα μάτια και κάρφωσε τα νύχια του στο λαιμό του φιδιού, μιμούμενος με το δικό του τρόπο τον Μιχαήλ.

“Σιγά! Θα με πνίξετε!” διαμαρτυρήθηκε τότε το φίδι, ενώ από το μακρύ κορμί του βγήκε ένα αργόσυρτο ρέψιμο. “Θα μας πνίξετε όλους, το καταλαβαίνετε; Αυτό θέλετε; Χαλαρώστε λίγο και θα σας βγάλω σώους έξω. Στο λόγο της τιμής μου”.

“Όχι! Σας λέει ψέματα” φώναξε από ψηλά η Μοδέστα, σκορπώντας ένα σωρό κόκκινα πούπουλα πάνω στους συντρόφους της. “Σας θέλει για πρώτο, δεύτερο και τρίτο πιάτο! Για ν’ απολαύσει το χαβιάρι της ζωής του, μισή μερίδα βατραχοπόδαρα και μια πιατέλα πιθηκίσιο κρέας!”

“Χμ! Κάτι μας είπες τώρα” μουρμούρισε με δυσφορία το φίδι, λοξοκοιτώντας τη Μοδέστα. “Ένα ανακόντα δεν χορταίνει με μεζέδες και λειψές μερίδες. Έχετε χάρη που είμαι φαγωμένο…” κόμπιασε, απελευθερώνοντας ένα δεύτερο βαθύ ρέψιμο από τα σωθικά του.

Κι αφού κολύμπησε βιαστικά μέχρι την αντίπερα όχθη, σύρθηκε έξω, μαζεύτηκε σαν ελατήριο και ξεκουλουριάστηκε με τέτοια δύναμη που τίναξε τον Μιχαήλ, τη Ρίνα και τον Κοσανόβα πολλά μέτρα μακριά του.

“Αχ, δεν είναι ζωή αυτή για μένα” ομολόγησε προς το τέλος της ημέρας η Μοδέστα, μετρώντας τα πούπουλα που είχε χάσει στη θέα και μόνο του πελώριου ανακόντα. “Εγώ τα φτερά μου τα έχω μόστρα, όχι για δουλειά. Για να τραβώ τα βλέμματα των ανθρώπων. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε πως κατάντησαν” τους φώναξε, επιδεικνύοντας το μαδημένο της σώμα. “Πόσο θα κρατήσει αυτό μαρτύριο; Μου λέτε; Ούτε ψύλλος στον κόρφο μου δεν θα ‘θελα να ήμουν!”

“Μπράβο, Μοδέστα” είπε ο Μιχαήλ, κοιτώντας έκπληκτος τη μαδημένη παπαγαλίνα. “Δεν ξέρω αν το πήρες είδηση, αλλά για πρώτη φορά δεν έκανες λάθος μια παροιμία”.

“Καλά, καλά” μουρμούρισε μελαγχολικά αυτή. “Δώσε παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του…”

“Δύο στα δύο! Συγχαρητήρια” είπε ξανά ο πίθηκος, που θα έκανε τα πάντα να δώσει λίγο κουράγιο στους συντρόφους του. “Αν συνεχίσεις έτσι, Μοδέστα, μπορεί να μη σου μείνει πούπουλο, αλλά θα έχεις μεταμορφωθεί στην πιο σοφή παπαγαλίνα. Και τότε αυτός που θα ζηλεύει δεν θα ‘ναι άλλος από τον Κοσανόβα”.

Dienstag, 8. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 6

σε ποιον θες να μοιάσεις από εδώ και πέρα;


“Είναι απλό” απάντησε ο Κοσανόβα στον Μιχαήλ. “Τα μυρμήγκια δεν μου άφησαν σημάδι επειδή εγώ είμαι ένας χαμαιλέοντας”.

Ένας χαμαιλέοντας!” επανέλαβε με στόμφο η Μοδέστα, χωρίς να έχει ιδέα τι εννοούσε ο Κοσανόβα. “Δηλαδή, σαν να λέμε…;”

“Ότι το μυστικό μου κρύβεται στις μεταμορφώσεις μου. Θα θυμάστε με τι ευκολία καμουφλαριζόμουν, τη βραδιά που γνωριστήκαμε πάνω στο πλοίο. Ε, αυτό έκανα και με τα μυρμήγκια. Μόλις με πλησίασαν πήρα το χρώμα τους, και τότε αυτά με πέρασαν για έναν …πολύ εύσωμο συγγενή τους”.

“Εκπληκτικό!” έκραξε η παπαγαλίνα. “Εμπρός! Λέγε πότε αρχίζουμε τα μαθήματα! Δεν το συζητώ. Θέλω οπωσδήποτε να μεταμορφωθώ σε βασίλισσα του καρναβαλιού μόλις φτάσουμε στο Ρίο”.

“Κι εγώ! Κι εγώ!” είπε από δίπλα η βατραχίνα.

“Καλά, αφήστε να φτάσουμε πρώτα στο Ρίο και βλέπουμε” είπε ο Μιχαήλ, η εμπιστοσύνη του οποίου στον Κοσανόβα είχε κλονιστεί από το επεισόδιο πάνω στο φράχτη.

“Ακριβώς” είπε κι ο χαμαιλέοντας, κάνοντας δυο βήματα πίσω. “Ας φτάσουμε στο Ρίο, και βλέπουμε…”

Όμως η Μοδέστα δεν είχε την υπομονή να περιμένει τόσο. Έτσι την επόμενη κιόλας μέρα, αφού καθάρισε και ίσιωσε τα τσαλακωμένα της φτερά, άρχισε να πετά γύρω από το κεφάλι του χαμαιλέοντα, απαιτώντας να μάθει όλα τα μυστικά του.

“Φτάνει πια, Μοδέστα!” της είπε κάποτε εκείνος, αφού τον είχε ζαλίσει για τα καλά. “Μα τι νομίζεις; Ότι είμαι ευτυχισμένος με τις απανωτές αλλαγές μου;”

“Ασφαλώς!” απάντησε με σιγουριά εκείνη.

“Ε, λοιπόν, κάνεις μεγάλο λάθος. Γιατί όταν κανείς μοιάζει τόσο πολύ στους άλλους, σημαίνει πως δεν έχει δική του προσωπικότητα. Κι ότι αυτό που επιθυμεί δεν είναι παρά αυτό που θέλουν οι άλλοι!”

“Έλα τώρα, πασατεμπάκι μου” του χαμογέλασε ναζιάρικα η Μοδέστα. “Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις λίγο;”

“Καθόλου!” της φώναξε ο Κοσανόβα, τρομάζοντας ένα σμήνος πουλιών που είχαν κουρνιάσει στα κλαδιά ενός κοντινού δένδρου. “Γιατί άραγε λες ν’ ανέφερα το Ρίο το βράδυ της γνωριμίας μας; Επειδή όσο εσείς θέλατε να εντυπωσιάσετε τους ανθρώπους, άλλο τόσο θέλησα κι εγώ να εντυπωσιάσω εσάς!”

“Και το πέτυχες. Μπράβο σου. Πού λοιπόν είναι το κακό;”

“Το κακό, Μοδέστα, είναι ότι δεν ξέρω προς τα που πέφτει το Ρίο!”



“Μα—μα πώς μπόρεσες να μας το κάνεις αυτό;” ρώτησε ο Μιχαήλ, συγκρατώντας με κόπο τη Μοδέστα, που ήθελε να επιτεθεί στον Κοσανόβα και να τον ξεσκίσει με το γαμψό της ράμφος.

“Γιατί; Μπορούσα να κάνω και διαφορετικά; Το χάρισμά μου είναι η τιμωρία μου. Δυστυχώς δεν μεταμορφώνομαι μονάχα εξωτερικά, αλλά κι εσωτερικά. Γι’ αυτό κι όταν περάσαμε μαζί πάνω από το φράχτη, Μιχαήλ, κόντεψα να γίνω ειλικρινής κι αληθινός σαν κι εσένα. Θυμάσαι;”

“Ώστε καλά σ’ είχα υποψιαστεί!”

“Ακριβώς. Γι’ αυτό κι εγώ προσπάθησα να σε κρατήσω σε απόσταση. Για να μην τ’ αποκαλύψω όλα…”

“Αίσχος!” φώναξε τότε η Μοδέστα. “Ντροπή σου! Σου αξίζει… κι εγώ δεν ξέρω τι!” είπε και πέταξε γρήγορα στην κορυφή του δέντρου που είχαν εγκαταλείψει τ’ άλλα πουλιά, για να σκεφτεί καλύτερα τι τιμωρία άξιζε στον Κοσανόβα.

“Και τώρα;” ρώτησε με την ουρά κάτω από τα σκέλια ο χαμαιλέοντας.

“Τι να σου πω…” μουρμούρισε ο Μιχαήλ. “Άσε να ξυπνήσει η Ρίνα και βλέπουμε”.

Πέρασαν έτσι οι ώρες και βράδιασε ξανά. Κι όταν ξύπνησε η μικρή βατραχίνα, ο πίθηκος ανέλαβε με βαριά καρδιά να την ενημερώσει για τις εξελίξεις.

“Δηλαδή; Χαθήκαμε;” ψέλλισε αυτή μόλις έμαθε τα καθέκαστα.

“Όχι μόνο χαθήκαμε, αλλά και τα χάσαμε όλα!” έκραξε από την κορυφή του δέντρου της η Μοδέστα. “Τις μπάντες! Τ’ άρματα! Τις στολές! Τα φώτα! Τον κόσμο! Όλα, ακούς; Όλα!”

“Εκτός κι αν τραβήξουμε για τη Νέα Υόρκη” είπε κρυμμένος πίσω από έναν κορμό ο Κοσανόβα, μη μπορώντας ν’ αλλάξει εύκολα συνήθειες. “Στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Εκεί να δείτε! Θα τρίβετε τα μάτια σας από τα φώτα, τον κόσμο, τα ψηλά κτίρια—”

“Αυτό ξέχασέ το!” τον διέκοψαν αμέσως οι άλλοι.

“Και πού να πάμε τότε;”

“Στο Πάρκο της Άγριας Φύσης!” πρότεινε αμέσως η Μοδέστα.

“Στο Ρίο!” αντιπρότεινε η Ρίνα.

“Για ένα λεπτό” παρενέβη ο Μιχαήλ. “Ξέρεις μήπως εσύ, Ρίνα, πώς θα πάμε στο Ρίο;”

Όχι, υποχρεώθηκε να γνέψει εκείνη.

“Ξέρεις μήπως εσύ, Μοδέστα, πώς θα γυρίσουμε πίσω;”

“Όχι” ομολόγησε η παπαγαλίνα. “Αλλά ξέρω ότι ο κάμπος έφτασε στο χτένι!”

“Ποιος κάμπος, Μοδέστα;” έφριξε ο Μιχαήλ. “Ο κόμπος έφτασε στο χτένι! Και γι’ αυτό φταίτε εσείς, που είστε τόσο εγωίστριες. Μα είναι δυνατό να βάζετε τους εαυτούς σας πάνω από την ομάδα; Για ακούστε εδώ. Μπορεί να μην ξέρω που πέφτει το Ρίο ή το Πάρκο της Άγριας Φύσης, ξέρω όμως ότι μόνο ενωμένοι θα βγούμε από αυτήν εδώ τη ζούγκλα. Γι’ αυτό βάλτε στην άκρη τις διαφωνίες σας και σκεφτείτε το κοινό συμφέρον. Κι όσο για εσένα, Κοσανόβα, δεν έχεις παρά να σκεφτείς πολύ σοβαρά σε ποιον θέλεις να μοιάσεις από εδώ και πέρα…”