Mittwoch, 13. April 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 15

πάει, χάλασε ο κόσμος!


Βολεμένοι στις πλάτες του Βούλη, συνέχισαν να ταξιδεύουν έτσι για αρκετές ακόμα μέρες. Στην πορεία κατάφεραν να ξεκουράσουν τα ταλαιπωρημένα τους σώματα, δεν κατάφεραν όμως και ν’ ανακουφίσουν το μυαλό και την ψυχή τους.
 
Η Ρίνα, που κοιμόταν ξανά όλη μέρα, έβλεπε διαρκώς το ίδιο ενοχλητικό όνειρο. Πως ζύγωνε στο πολυπόθητο Ρίο μονίμως αργοπορημένη, την ώρα που τελείωνε το πιο φημισμένο καρναβάλι του κόσμου. Φτάνοντας εκεί, άκουγε πάντα το ίδιο τελευταίο τραγούδι, κι ενώ τα φώτα γύρω της έσβηναν ένα ένα, εκείνη διέσχιζε ολομόναχη την κεντρική λεωφόρο, απ’ όπου είχαν περάσει προηγουμένως όλα τα στολισμένα άρματα με τις μπάντες και τους χορευτές, ψάχνοντας μάταια για τους άφαντους θαυμαστές της.
 
Η Μοδέστα, πάλι, ταξίδευε νοερά πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης, εκεί όπου όλη η προσοχή των τουριστών ήταν στραμμένη πάνω της.
 
“Κοιτάξτε πως κατάντησα!” μουρμούριζε κάθε λίγο και λιγάκι, φτιάχνοντας από φύλλα μια βραδινή τουαλέτα με μακριά ουρά, ένα καπέλο με πλατύ γείσο κι ένα ομπρελίνο, για να κρύψει τη γύμνια της. “Πού είναι η παλιά μου λάμψη; Τα πούπουλά μου; Τα δεκάδες αστραφτερά φλας που έκαναν τα πολύχρωμα φτερά μου να γυαλίζουν σαν στρας; Και πού είναι ο θαυμασμός και τα επιφωνήματα χαράς όσων με περιτριγύριζαν, ικετεύοντας να φωτογραφηθούν μαζί μου; Αλίμονο. Από εδώ και στο εξής θα πρέπει να κυκλοφορώ μεταμφιεσμένη. Και γι’ αυτό φταίει το Ρίο. Το Ρίο που δεν υπάρχει παρά μόνο στη φαντασία της Ρίνας, του Μιχαήλ και του Κοσανόβα!”
 
Μνήμες από το παρελθόν βασάνιζαν και τον Μιχαήλ. Μόνο που δεν είχαν να κάνουν με τη δική του ζωή, αλλά με τις ζωές των ζώων που είχαν φυλακίσει στο ποταμόπλοιό τους οι λαθροκυνηγοί. Μη μπορώντας να ξεχάσει τη δοκιμασία τους, ένιωθε ολοένα και πιο ένοχος που δεν είχε κάνει τίποτα για να τα βοηθήσει.
 
“Δεν έπρεπε να τ’ αφήσω έτσι” ψιθύριζε επίμονα στον εαυτό του, ξεψειρίζοντας με τη βοήθεια του μεγεθυντικού φακού το σώμα του. “Πόσο μάλλον αφού γνώριζα ότι οι λαθροκυνηγοί ήταν απασχολημένοι κυνηγώντας τον ιαγουάρο. Παρόλα αυτά δείλιασα και κρύφτηκα σε μια κουφάλα. Αν όμως ήμουν εγώ στη θέση τους, δεν θα περίμενα να έρθει κάποιος να με βοηθήσει; Τι ντροπή. Όλοι κρινόμαστε στα δύσκολα. Κι εγώ την κρίσιμη στιγμή έκανα πίσω!”
 
Όσο για τον Κοσανόβα... Αυτός, έχοντας επηρεαστεί από τις ατέλειωτες ώρες που περνούσε πάνω τον ιαγουάρο, είχε μιμηθεί την εμφάνισή του αιλουροειδούς και κυκλοφορούσε στη ράχη του κιτρινωπός, με μαύρους κύκλους και βούλες σε όλο του το σώμα. Και σαν να μην έφτανε αυτό, άρχισε κάποτε να τρίβεται πάνω στους άλλους, όπως άρεσε στον ιαγουάρο να κάνει, με αποτέλεσμα να μπερδεύεται από τις διαφορετικές προσωπικότητες, και να μη βρίσκει ησυχία.
 
Πέρα όμως από τους προσωπικούς τους δαίμονες, ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα άρχισε να στοιχειώνει τα πέντε ζώα μέρα με τη μέρα: η μοναξιά που έσφιγγε τις καρδιές τους σαν μέγκενη, όσο συνέχιζαν να διασχίζουν το τροπικό δάσος.  
 
“Έτσι, λοιπόν, είναι η ελευθερία;” ρώτησε κάποια στιγμή η Μοδέστα. “Τόσο απελπιστικά μοναχική;”
 
“Τι να σου πω” αποκρίθηκε αμήχανα ο Μιχαήλ. “Κι εγώ αλλιώς τη φανταζόμουν…”
 
“Σοβαρά, τώρα. Θυμάται κανείς την τελευταία φορά που συναντήσαμε κάποιο ζώο;” ξαναρώτησε αργότερα την ίδια μέρα η παπαγαλίνα, τινάζοντας για πολλοστή φορά την ουρά της βραδινής τουαλέτας της στον αέρα.

“Ήταν… τότε που συναντήσαμε εκείνα τα σκαθάρια” απάντησε ο Βούλης. “Θυμάστε πως προχωρούσαν κολλημένα το ένα πίσω από το άλλο, σ’ ένα κύκλο χωρίς αρχή και τέλος;”

“Εγώ θυμάμαι και το άλλο, που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση” συμπλήρωσε ο πίθηκος. “Ότι μιλούσαν με τις λέξεις ενωμένες, επαναλαμβάνοντας συνέχεια την ίδια φράση: Δενξέρωδενείδαδενάκουσαδενμιλάω. Σαν να είχαν τρελαθεί”.
 
“Κι από τότε;” ρώτησε η Μοδέστα.
 
“Ούτε ψυχή!” είπαν με μια φωνή οι άλλοι.
 
Η ανεξήγητη αυτή μοναξιά κράτησε καιρό. Η ίδια η ζούγκλα, βέβαια, δεν είχε αλλάξει στο παραμικρό. Το έδαφος κάτω από τα πόδια τους παρέμενε, όπως πάντα, σκιερό και διάσπαρτο από νεκρά βλαστάρια σε διάφορα στάδια αποσύνθεσης. Τα πιο χαμηλά φυτά διεκδικούσαν, όπως κι αλλού, μια καλύτερη θέση στο λιγοστό φως που διαπερνούσε το πυκνό φύλλωμα των δέντρων. Και τα πανύψηλα δέντρα συναγωνίζονταν ποιο θα έφτανε πιο κοντά στον ήλιο. Το μόνο που έλειπε ήταν η παρουσία των ζώων που κατοικούσαν άλλοτε σ’ αυτά τα μέρη.

Απάντηση στο βασανιστικό αυτό ερώτημα δεν πήραν όμως ούτε κι όταν συνάντησαν, μετά από καιρό, ένα κοπάδι ψαριών κυριολεκτικά έξω από τα νερά του.

Εκείνη τη μέρα είχαν σταματήσει σ’ ένα μικρό παραπόταμο του Αμαζόνιου για να ξεδιψάσει ο ιαγουάρος, που το είχε ανάγκη περισσότερο απ’ όλους. Κι όπως είχαν σκύψει πάνω από το νερό, άλλος για να δροσιστεί, άλλος για να πλυθεί, κι η Μοδέστα για να θαυμάσει τη βραδινή της τουαλέτα, αντίκρισαν πίσω από κάτι καλαμιές μια ντουζίνα ψάρια να αιωρούνται μισό μέτρο πάνω από την επιφάνεια του ποταμού.

“Ε! Τι πάθατε; Είστε καλά;” τους φώναξε ο Μιχαήλ.

“Σου φαινόμαστε καλά;” ρώτησε ένα από αυτά, χτυπώντας με μανία τ’ ασυνήθιστα μακριά πτερύγια του στήθους του στον αέρα.

“Να σας ρωτήσω τότε τι κάνετε έξω από το ποτάμι;” συνέχισε εκείνος. 

“Προσπαθούμε να γλυτώσουμε από τις ενυδρίδες που μας κυνηγούν” απάντησε λαχανιασμένο το ψάρι, χάνοντας σιγά σιγά ύψος.

“Και πώς μπορούμε να σας βοηθήσουμε;” ξαναρώτησε ο Μιχαήλ, νιώθοντας για μια ακόμα φορά τύψεις για τα ζώα που δεν είχε βοηθήσει προηγουμένως.

“Μόνο ένας ιαγουάρος σαν το φίλο σου μπορεί να διώξει μακριά τις ενυδρίδες” απάντησε ένα άλλο ιπτάμενο ψάρι, εξουθενωμένο κι αυτό από την προσπάθεια να κρατηθεί στον αέρα.

“Μα η μαμά μου δεν πρόλαβε να μου μάθει κολύμπι” απάντησε αφοπλιστικά ο Βούλης.

“Ιαγουάρος που δεν ξέρει κολύμπι;” φώναξε ένα τρίτο ψάρι, που πήγαινε να σκάσει τόση ώρα έξω από το νερό. “Πάει, χάλασε ο κόσμος!”

“Καλά, θα μπω” είπε τότε εκείνος. “Αλλά μόνο μέχρι εκεί που πατάω…”

Μπήκε έτσι διστακτικά μέσα στο ποτάμι, τσαλαβουτώντας άτσαλα εδώ κι εκεί, σε σημείο που να θολώσει ακόμα περισσότερο τα ήδη λασπωμένα νερά.

“Αρκετά!” φώναξε σε λίγο το πρώτο ψάρι, που πνιγόταν στον καθαρό αέρα.

“Έτσι όπως κάνεις, προσφέρεις την τέλεια κάλυψη στις ενυδρίδες για να μας αιφνιδιάσουν”.

“Και τι να κάνω;”

“Να κάτσεις ακίνητος για να τις αιφνιδιάσεις εσύ!” απάντησε με κομμένη την ανάσα το ψάρι.

“Ιαγουάρος που δεν ξέρει κυνήγι;” απόρησε ένα τέταρτο ψάρι από δίπλα. “Πάει, χάλασε για τα καλά ο κόσμος!”

“Εντάξει, κατάλαβα” είπε ο Βούλης ντροπιασμένος, κι έμεινε ακίνητος μέσα στο νερό μέχρι που κατακάθισε η περισσότερη λάσπη και μπόρεσε να ρίξει μια καλύτερη ματιά τριγύρω. “Μα δεν βλέπω καμία ενυδρίδα!” φώναξε σε λίγο.

“Αποκλείεται” είπε το πρώτο ψάρι, πριν πέσει εξουθενωμένο μέσα στον ποταμό. “Κι όμως!” πετάχτηκε έξω αμέσως, καλώντας τα υπόλοιπα ψάρια να επιστρέψουν άφοβα στο ποτάμι. “Δεν ξέρω πως τα κατάφερες, αλλά δεν υπάρχει ούτε ίχνος ενυδρίδας στα νερά μας! Τελικά, φίλε, είσαι λεβεντιά!”

“Κι αν δεν το έκανα εγώ;” αναρωτήθηκε χαμηλόφωνα ο Βούλης, βγαίνοντας με ανακούφιση στη ξηρά, ενώ οι άλλοι τον επευφημούσαν σαν αληθινό ήρωα. 


Dienstag, 5. April 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 14

ο ιαγουάρος που έγινε ψιψίνα


Ταξίδεψαν έτσι, καβάλα στον ιαγουάρο, για κάμποσες μέρες. Στην αρχή, βέβαια, ένιωσαν όλοι κάπως άβολα. Ο ιαγουάρος επειδή ήταν από τη φύση του συνεσταλμένος, κι οι υπόλοιποι επειδή στο βάθος του μυαλού τους ανησυχούσαν μην αλλάξει ξαφνικά εκείνος διατροφικές συνήθειες, κι από χορτοφάγος γίνει και πάλι κρεατοφάγος. Με τον καιρό όμως συνήθισαν να τον βλέπουν να τρώει τρυφερά βλαστάρια και καρπούς όπως κι αυτοί, κι άρχισαν να ξεθαρρεύουν μαζί του.

Πρώτα έψαξαν να του βρουν το πιο ταιριαστό όνομα. Η Μοδέστα πρότεινε το Κιτρινιάρης, κι η Ρίνα το Ξανθούλης, εξαιτίας του χρώματος που είχε το δέρμα του. Ο Κοσανόβα είπε να τον φωνάζουν Λεκέ, από τις μαύρες κηλίδες που κάλυπταν όλο του το σώμα, ενώ ο Μιχαήλ εμπνεύστηκε από τις βούλες που βρίσκονταν μέσα στις μαύρες κηλίδες και τον έβγαλε Μυριομάτη, κι όχι Μαυρομάτη, όπως το έβρισκε πιο λογικό η παπαγαλίνα. Επειδή όμως σε κάθε ψηφοφορία ψήφιζαν όλοι υπέρ του δικού τους ονόματος και δεν πλειοψηφούσε καμία ονομασία, άφησαν τελικά τον ιαγουάρο να βαπτίσει ο ίδιος τον εαυτό του. Οπότε κατέληξαν να τον φωνάζουν, πολύ απλά, Βούλη.

Ύστερα, για να περάσει η ώρα και να γνωριστούν καλύτερα, αφού του διηγήθηκαν από που ξεκίνησαν και πως κατέληξαν μέσα την κουφάλα, τον έβαλαν να τους αφηγηθεί τη δική του ιστορία.

Όπως τους εξήγησε, όλα άρχισαν με τη βίαιη αρπαγή του από τη φωλιά της μάνας του. Την ώρα που εκείνη είχε βγει στη ζούγκλα για να φέρει φαγητό σ’ αυτόν και τα δύο αδέλφια του, έτυχε να περνάει από την περιοχή ο πατέρας του παιδιού με τη τσυριχτή φωνή και τη διαπεραστική σφυρίχτρα. Κι όπως ήταν ακόμη όλα τους μωρά και δεν ήξεραν να περπατούν, δεν του ήταν δύσκολο να τ’ αρπάξει από το σβέρκο, να τα πετάξει και τα τρία σ’ ένα τσουβάλι, και να τα πάρει γρήγορα από εκεί, προτού τον πάρει είδηση η μάνα τους. Από το τσουβάλι τα έριξε έπειτα σ’ ένα στενόμακρο σκοτεινό κουτί με κάτι μικροσκοπικές τρύπες, ίσα ίσα για να μην πεθάνουν από ασφυξία. Κι από εκεί μέσα δεν τα ξανάβγαλε, παρά μόνο όταν ήρθε η ώρα να τα χωρίσει για πάντα.

“Και δεν έχεις ιδέα τι απέγιναν τ’ αδέλφια σου;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Όχι” απάντησε ο Βούλης. “Το μόνο σίγουρο είναι ότι πουλήθηκαν σε όποιον πρόσφερε τα περισσότερα χρήματα. Και να φανταστείτε ότι ήμασταν μια από τις καλύτερες και πιο αγαπημένες οικογένειες ιαγουάρων…”

“Σωστές γατούλες, ε, Μπούλη;” τον πείραξε η Μοδέστα.

“Από το στόμα μου το πήρες” είπε αυτός, χωρίς να νιώσει θιγμένος. “Αυτή, βλέπεις, ήταν κι η δική μου μοίρα. Να μεταμορφωθώ από ιαγουάρος, σε ψιψίνα”.

“Μα δεν γίνονται αυτά!”

“Πως δεν γίνονται. Αρκεί να καταλήξεις στα χέρια εκείνου του παιδιού, σαν δώρο Χριστουγέννων. Μ’ ένα σφιχτό κόκκινο φιόγκο στο λαιμό, που δεν σε αφήνει ούτε να καταπιείς, αλλά ούτε καν ανάσα να πάρεις”.

“Μα σίγουρα δε φτάνει μόνο αυτό…” είπε μ’ ένα κόμπο στο δικό του το λαιμό ο Μιχαήλ.

“Όχι, αυτό από μόνο του δεν φτάνει” συμφώνησε ο Βούλης. “Είχε όμως κι ένα τρομερό δερμάτινο καμουτσίκι, που έσκιζε τον αέρα κι άφηνε στο δέρμα μου βαθιές πληγές για μέρες. Πολλές φορές με χτυπούσε πριν καν μου πει τι ήθελε να κάνω. Άλλες φορές μου έδινε μια διαταγή, κι αφού την εκτελούσα, επέμενε ότι την είχα κάνει λάθος για να έχει μια αφορμή να με ξαναδείρει. Έτσι έμαθα να κουλουριάζομαι σε καναπέδες και πολυθρόνες, μένοντας ακίνητος για ώρες, με αποτέλεσμα να χάσω τις δυνάμεις που μου χάρισε απλόχερα η φύση. Έμαθα ακόμα να περνάω τις μέρες γλύφοντας και καθαρίζοντας το δέρμα μου, με αποτέλεσμα να μην εκπαιδεύσω το ένστικτο του αρπακτικού που κληρονόμησα από τους γονείς μου. Έμαθα τέλος να τροχίζω μέχρι τις ρίζες τα νύχια μου σ’ έναν ειδικό πάσσαλο, με αποτέλεσμα να στερηθώ τα πιο αποτελεσματικά μου όπλα”.

“Μπορούσες όμως να τους δαγκώσεις, αν ήθελες!” έκραξε αγανακτισμένη η παπαγαλίνα.

“Ό,τι δεν εξασκείς, το χάνεις” είπε απλά ο ιαγουάρος. “Κι εμένα δεν μου πετούσαν ούτε κοκαλάκι. Η μόνη μου τροφή ήταν από κονσέρβες για γάτους. Οπότε με τον καιρό μαλάκωσαν τα ούλα μου και στόμωσαν τα δόντια μου. Με αποτέλεσμα, όταν πριν από λίγες μέρες βρήκα επιτέλους την ευκαιρία να το σκάσω από κοντά τους, να μην ξέρω πώς να επιβιώσω μόνος στη ζούγκλα, και να μείνω πετσί και κόκαλο…”

“Μην ανησυχείς” τον καθησύχασε ο Μιχαήλ, χαϊδεύοντας το κούτελο του ιαγουάρου με την ουρά του. “ Θα πρέπει απλά να τα μάθεις όλα πάλι από την αρχή. Άλλωστε τώρα που βρήκες την ελευθερία σου, θ’ ανακαλύψεις κι εσύ ένα σωρό πράγματα για τον εαυτό σου”.

Dienstag, 29. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 13

επιτέλους ελεύθεροι


Ο Μιχαήλ, η Ρίνα, η Μοδέστα, ο Κοσανόβα κι ο ιαγουάρος πέρασαν τη νύχτα εκείνη καλά σφηνωμένοι στην κρυψώνα του δένδρου τους. Ωστόσο οι λαθροκυνηγοί δεν έλεγαν να τα παρατήσουν έτσι εύκολα. Έχοντας πεισμώσει, συνέχισαν να ψάχνουν για τον ιαγουάρο τους, εκτοξεύοντας δεκάδες λευκές φωτοβολίδες που φώτιζαν τη ζούγκλα σαν αστραπές μιας τροπικής καταιγίδας. Και μόνο αφού άρχισε πια να χαράζει σταμάτησαν τις έρευνες κι επέστρεψαν με άδεια χέρια στο πλοίο, αφήνοντας στο πέρασμά τους ένα τοπίο πετσοκομμένο από τα κοφτερά χατζάρια τους και ποδοπατημένο από τις βαριές τους μπότες. Ακόμα και τότε όμως κανένα από τα πέντε ζώα δεν τόλμησε να πεταχτεί έξω. Τρομοκρατημένα όπως ήταν, παρέμειναν στην κουφάλα μέχρι το μεσημέρι, οπότε και πήραν τελικά την απόφαση να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους.

Η αγωνία κι η πολύωρη ακινησία, όπως ήταν φυσικό, είχαν αφήσει σε όλους από ένα κουσούρι. Η Μοδέστα είχε χάσει ένα σωρό πούπουλα πάλι. Ο Κοσανόβα είχε στραβολαιμιάσει προς τ’ αριστερά. Ο Μιχαήλ υπέφερε από ένα λουμπάγκο στη μέση. Κι η Ρίνα, χώρια που βασανιζόταν για πρώτη φορά στη ζωή της από αϋπνία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κλείσει μάτι, υπέφερε επίσης από στραβισμό, εξαιτίας της ασυνήθιστης γι’ αυτήν λάμψης του ήλιου.     

Μόνο ο κοκαλιάρης ιαγουάρος έδειχνε ανεπηρέαστος από την πολύωρη παραμονή του μέσα στη στενή κουφάλα. Χοροπηδώντας από εδώ κι από εκεί, έτριβε με χαρά το κούτελό του πότε στο ένα ζώο και πότε στον άλλο, ενώ ενδιάμεσα καταβρόχθιζε με απίστευτη λαιμαργία τα χόρτα που είχαν κόψει στο διάβα τους οι λαθροκυνηγοί.

“Να σου πω...” ψιθύρισε κάποια στιγμή η Μοδέστα στον Μιχαήλ, γνέφοντας προς τη μεριά του ορεξάτου αιλουροειδούς. “Λες να ετοιμάζεται να μας κατασπαράξει;”

“Και θα περίμενε να το κάνει τώρα, Μοδέστα, ενώ μας είχε για ώρες στριμωγμένους εκεί μέσα;” τη ρώτησε ο πίθηκος, μορφάζοντας από ένα σουβλερό πόνο που ένιωσε ξαφνικά στη μέση.

“Γιατί το λες αυτό;” πετάχτηκε από δίπλα ο Κοσανόβα, χωρίς να μπορεί να κοιτάξει προς τη μεριά του ιαγουάρου, που βρισκόταν στα δεξιά του. “Κι αν τρώει χόρτα για ορεκτικό; Ξέρεις πόσες σαλάτες ετοίμαζαν καθημερινά στην κουζίνα του Κοσανόβα; Θα σου πω εγώ, που τις θυμάμαι απ’ έξω κι ανακατωτά: Σαλάτα με πιπεριές, ντοματίνια και χαλούμι. Σαλάτα με κολοκυθάκια και τσακιστές ελιές. Σαλάτα με μπακαλιάρο, κρεμμύδια και πορτοκάλι. Σαλάτα με πλιγούρι, φακές και ρεβίθια. Σαλάτα κουσκούς με κοτόπουλο, αμύγδαλα και κουκουναρόσπορους. Σαλάτα με—"

“Αμάν!” μπούχτισε να τον ακούει ν’ αραδιάζει σαλάτες ο Μιχαήλ. “Κι αν υπάρχει μια πιο απλή εξήγηση για τη συμπεριφορά του; Αν, για παράδειγμα, ο ιαγουάρος είναι χορτοφάγος; Τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε απολύτως τίποτα. Σωστά; Όπως και να ‘χει, καλό θα ήταν να δείξουμε λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλο. Λίγα περάσαμε μαζί;”

Όχι, παραδέχτηκαν οι άλλοι δύο σιωπηλά.

“Ωραία. Και τώρα προτείνω να φεύγουμε σιγά σιγά από εδώ. Αυτό το μέρος δεν θέλω ούτε να το θυμάμαι…” είπε μ’ ένα σπάσιμο στη φωνή, καθώς ο νους του γύρισε στα ζώα που είχε δει φυλακισμένα στ’ αμπάρια του πλοίου των λαθροκυνηγών.

“Και προς τα πού λες να πάμε;” ρώτησε ύστερα ο Κοσανόβα.

“Ευθεία...”

“Ευθεία όπως κοιτάζω εγώ;” ξαναρώτησε ο χαμαιλέοντας. “Ή όπως κοιτάζεις εσύ;”

“Έχει σημασία; Αρκεί να μην τα παρατήσουμε”.

Καθώς όμως έβλεπε τους συντρόφους του να μπαίνουν υπάκουα στη σειρά για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ο πίθηκος ξανασκέφτηκε την απορία του Κοσανόβα.

Αλήθεια, προς τα πού πήγαιναν; Γύρευαν άραγε ακόμα το Ρίο; Κι αν το έβρισκαν ποτέ, πώς θα έπαιρναν μέρος στο καρναβάλι του; Θα ταίριαζε η Μοδέστα, που είχε χάσει ένα στρώμα πούπουλα μέχρι τώρα, με τις πανέμορφες καλλονές και τις φανταχτερές στολές τους; Θα γοητευόταν κανείς από τη Ρίνα, έτσι όπως αλληθώριζε στο πρώτο δυνατό φως που έπεφτε στα μάτια της; Και πώς θα παρακολουθούσε ο ίδιος μαθήματα χορού από τους καλύτερους δάσκαλους της σάμπα, έτσι όπως υπέφερε από τη μέση του;  

Εκτός βέβαια κι αν κατέληγαν σε μια πόλη πιο μικρή και πιο ασήμαντη από το Ρίο, όπως είχε πει κι ο Κοσανόβα. Μια πόλη στην οποία θα περιφέρονταν σαν θλιμμένα αξιοθέατα, τραβώντας την προσοχή του κόσμου με τις πόζες και τους χορούς τους, για μια χούφτα φαγητό, ένα χαμόγελο κι ένα χάδι. Με άλλα λόγια, αν κατάφερναν να ξαναζήσουν σε χειρότερη εκδοχή τη ζωή που είχαν ζήσει στο Πάρκο της Άγριας Φύσης!

“Τελικά τι είχαμε, τι χάσαμε…” του ξέφυγε τότε.

“Τι είπες;” ρώτησε η Μοδέστα, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε ανεξέλεγκτους λυγμούς.

“Έλα, μη το παίρνεις στραβά, Μοδέστα” είπε αμέσως ο πίθηκος, που δεν άντεχε να βλέπει κανέναν, πόσο μάλλον την άσπονδη φίλη του, στα πρόθυρα της κατάρρευσης. “Άλλωστε η ζωή που αφήσαμε πίσω μας δεν ήταν και τόσο διαφορετική από τη ζωή που περιμένει κάθε ζώο σε αιχμαλωσία”.

“Μα τι λες τώρα, Μιχαήλ!” τον αποπήρε εκείνη, με μια φωνή πνιγμένη στ’ αναφιλητά. “Δεν είσαι σοβαρός…”

“Απεναντίας! Για άκου εδώ. Ακούστε όλοι σας εδώ, και βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει. Μπορούμε ή δεν μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε αυτή τη στιγμή; Μπορούμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε, ή ακόμα και να μην κάνουμε απολύτως τίποτα; Είμαστε ή δεν είμαστε επιτέλους ελεύθεροι από τους ανθρώπους; Ή μήπως πιστεύετε ότι τα σκοτεινά αμπάρια των λαθροκυνηγών διαφέρουν τόσο πολύ από το χρυσό κλουβί του Πάρκου της Άγριας Φύσης;”

“Μα πίσω στο πάρκο περνούσαμε ζωή και κότα, Μιχαήλ!” διαμαρτυρήθηκε η παπαγαλίνα.

“Μόνο που κι εκεί πέρα δεν ζούσαμε για τους εαυτούς μας, αλλά για χάρη όσων μας επισκέπτονταν! Και σε ρωτάω, Μοδέστα: έπαιρνες ή δεν έπαιρνες πάντα την ίδια πόζα, πάνω σ’ έναν άγνωστο ώμο; Αναγκαζόσουν ή δεν αναγκαζόσουν να στήνεσαι και να συμπεριφέρεσαι πάντα με τον ίδιο τρόπο; Ενώ τώρα ποιον έχεις να σου υπαγορεύει πως να ζήσεις; Μόνο τον εαυτό σου! Όποτε θες ανοίγεις τα φτερά σου και πετάς ελεύθερη προς τον ανοικτό ορίζοντα”.

“Για να πάω πού ακριβώς, μου λες;”

“Εκεί που θα σε βγάλει η ζωή, φυσικά”.

“Και πού είναι αυτό;” ρώτησε με τη σειρά της η βατραχίνα, με δυο μάτια έτοιμα να πλημμυρίσουν με δάκρυα.

“Αυτό, Ρίνα, θα το μάθεις μονάχα όταν φτάσεις στον προορισμό σου…” ήταν η μόνη ειλικρινής απάντηση που μπορούσε να της δώσει ο πίθηκος.

“Τώρα μας φώτισες!” έκραξε η Μοδέστα μ’ ένα λαρυγγισμό από τα παλιά. “Και θα σου πω και το άλλο, Μιχαήλ: εγώ δεν ξανανοίγω αυτά τα φτερά, προτού βγάλω νέα πούπουλα! Ακούς; Δεν τα ξανανοίγω!”

“Και δεν χαίρεσαι; Είναι κι αυτό μια επιλογή σου” της είπε, αγκαλιάζοντάς την στοργικά. “Και τώρα, εμπρός! Είναι καιρός να ξεκινήσουμε πάλι. Και μιας κι ο φίλος μας ο ιαγουάρος δείχνει να έχει τις περισσότερες δυνάμεις, προτείνω ν’ αναχωρήσουμε καβάλα στις πλάτες του. Μέχρι, τουλάχιστον, ν’ αναρρώσουμε λιγάκι”.

Dienstag, 22. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 12

ο εχθρός του εχθρού μου


Κρύος ιδρώτας έλουσε τα τέσσερα ζώα στο άκουσμα εκείνης της στυριχτής παιδικής φωνής και της γενικής αναταραχής που τη συνόδεψε. Εκεί που πίστευαν ότι είχαν να κάνουν με μία απειλή, ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο. Από τη μία πλησίαζαν οι λαθροκυνηγοί, ανοίγοντας βίαια ένα μονοπάτι στη ζούγκλα με τα κοφτερά χατζάρια τους, κι από την άλλη τους περιτριγύριζε εντελώς αθόρυβα ένα από τα πιο τρομακτικά αρπακτικά της ζούγκλας.

Με αγωνία είδαν τότε την εκτόξευση τριών νέων φωτοβολίδων στον ουρανό, που έκαναν τη νύχτα μέρα. Κι αν η Μοδέστα έμεινε κατ’ αρχάς με το στόμα ανοικτό επειδή θαμπώθηκε από το θέαμα που της θύμισε κάποιες σπάνιες βραδιές πίσω στο πάρκο, όταν οι επισκέπτες που διανυκτέρευαν εκεί γιόρταζαν την παραμονή τους μ’ εκατοντάδες βεγγαλικά, η Ρίνα, ο Μιχαήλ κι ο Κοσανόβα έμειναν με το στόμα ανοικτό μόλις αντίκρισαν έναν κοκαλιάρικο ιαγουάρο να περνάει σαν σφαίρα από μπροστά τους και να τρυπώνει, όπως όπως, στην κουφάλα ενός κοντινού δένδρου.

Πώς ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκαν, αφού τους σκέπασε πάλι το σκοτάδι, ένας ολόκληρος ιαγουάρος να περνάει από μπροστά τους χωρίς να μπει στον πειρασμό, έστω και για ένα λεπτό, να τους πάρει στο κυνήγι; Και πώς είχε μείνει ένα τέτοιο ζώο πετσί και κόκαλο; 

“Χαλαρώστε” ψιθύρισε ο Κοσανόβα στους άλλους τρεις, οι καρδιές των οποίων φτερούγιζαν σαν να ήθελαν να δραπετεύσουν από τα στήθη τους. “Ξεχάσατε μήπως τι φώναξε το παιδί;”

“Ότι είχε δει τον ιαγουάρο του” είπε η Ρίνα. “Και λοιπόν;”

“Και λοιπόν, τρίχρωμες παπαρδέλες μου με μανιτάρια και μυρωδικό θυμάρι, είναι απλό” συνέχισε ο Κοσανόβα, κοιτώντας τους άλλους με μάτια που γυάλιζαν σαν χρυσά νομίσματα μέσα στη νύχτα. “Αυτός ο κοκαλιάρης, τρομαγμένος ιαγουάρος το έχει προφανώς σκάσει από το πλοίο. Που σημαίνει ότι  δεν έχουμε παρά να τον καταδώσουμε στους λαθροκυνηγούς, με αντάλλαγμα—”

“Να μας αφήσουν ήσυχους;” ρώτησε η Μοδέστα.

“Αντιθέτως! Με αντάλλαγμα να μας φιλοξενήσουν σε μια καμπίνα πρώτης θέσης μέχρι να φτάσουμε στο Ρίο!”

“Ούτε να το σκέφτεστε!” απάντησαν ο Μιχαήλ κι η Ρίνα με μια φωνή, ριψοκινδυνεύοντας να τραβήξουν μια ώρα αρχύτερα την προσοχή των λαθροκυνηγών κατά πάνω τους.

“Μα γιατί;” απόρησε ο χαμαιλέοντας. “Και στο Ρίο να μην πιάσει το ποταμόπλοιο, μια οποιαδήποτε πόλη θα μας προσφέρει όλα όσα επιθυμούμε. Εσύ, Μοδέστα, σκέψου τα φλας των φωτογραφικών μηχανών ν’ αστράφτουν πάλι γύρω σου! Σκέψου τη συρροή των θαυμαστών σου! Κι εσύ, Ρίνα, σκέψου τη νυχτερινή ζωή που σε περιμένει! Σκέψου το πρώτο βράδυ που θα σε ανακαλύψουν ανάμεσά τους οι άνθρωποι, σαν να έχουν σκοντάψει σ’ ένα χαμένο θησαυρό! Όσο για εσένα, Μιχαήλ—”

“Να μη σε νοιάζει!”

“Όπως νομίζεις. Αυτός ο ιαγουάρος πάντως αξίζει μια περιουσία σε οποιαδήποτε παράνομη δημοπρασία της Αγγλίας, της Γαλλίας ή της Ρωσίας. Κι εμείς αυτό το θησαυρό τον βρήκαμε πρώτοι. Γιατί να τον αφήσουμε να πάει χαμένος;”

Με τις δέσμες από το φως των φακών των λαθροκυνηγών να τρυπούν σαν φωτεινές λόγχες τη γύρω βλάστηση, τα τέσσερα ζώα έπρεπε επιτέλους να πάρουν μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους. Κι αφού ως συνήθως διαφωνούσαν, το μόνο που τους έμενε ήταν να ψηφίσουν.

“Εγώ παζάρια σε βάρος του ιαγουάρου ή οποιουδήποτε άλλου ζώου δεν κάνω” ξεκαθάρισε ο Μιχαήλ. “Γι’ αυτό ψηφίζω να κρυφτούμε παρέα με τον ιαγουάρο”.

“Πού; Μέσα στην κουφάλα;” έκραξε η Μοδέστα, πετώντας αλλοπρόσαλλα εδώ κι εκεί, για ν’ αποφύγει τις φωτεινές δέσμες που διαπερνούσαν σαν βέλη το σκοτάδι.  

“Βλέπεις καμία καλύτερη κρυψώνα;”

“Μα… μαζί με τον ιαγουάρο;”

“Ξέρεις τι λένε: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου…”

“Ε, τότε κι εγώ μ’ αυτόν είμαι!” είπε η Ρίνα, περισσότερο από αντίδραση στη Μοδέστα, παρά από εμπιστοσύνη στον ιαγουάρο. “Με τον …εχθρό μου!”

“Κι εγώ λοιπόν ψηφίζω με τον—”      

Κοσανόβα, θα έλεγε η Μοδέστα, αν δεν δεχόταν, σαν ένεση στον πισινό, το τσίμπημα από ένα υπνωτικό βελάκι που την κοίμισε προτού προλάβει να πέσει χάμω.

“Γρήγορα! Όλοι μέσα στην κουφάλα!” πρόσταξε ο πίθηκος, πιάνοντας την παπαγαλίνα στον αέρα. “Οι επίσημοι ψήφοι είναι 2-1 υπέρ της πρότασής μου!”

Δένοντας ύστερα θηλιά την ουρά του γύρω από την αναίσθητη Μοδέστα, πήρε παραμάσχαλα τον Κοσανόβα, κι αφού βεβαιώθηκε ότι η Ρίνα κρατιόταν γερά πάνω στην πλάτη του, έτρεξε προς την κρυψώνα του ιαγουάρου.

Μόλις όμως έφτασε μπροστά από την κουφάλα, του κόπηκαν τα γόνατα. Κι αν έκανε λάθος, κι ο ιαγουάρος δεν σκάμπαζε από ανορθόδοξες συμμαχίες; Ή αν ήταν τόσο πεινασμένος όσο μαρτυρούσε το σκελετωμένο του κορμί; Τότε πηδώντας στην κουφάλα του δέντρου θα ήταν σαν να πηδούσε μέσα σ’ ένα ορθάνοικτο στόμα. Παίρνοντας, μάλιστα, στο λαιμό του και τους άλλους. Αν πάλι έκανε πίσω θα έπεφτε σίγουρα στα χέρια των λαθροκυνηγών, οι φωνές των οποίων ακούγονταν καθαρά τώρα πια πίσω από μια κοντινή συστάδα μπανανόδεντρων.

Στην απόγνωσή του, ο πίθηκος σκαρφάλωσε στον κορμό και γλίστρησε, χωρίς δεύτερη σκέψη, μέσα στη σκοτεινή κουφάλα. Εκεί, προς μεγάλη ανακούφιση όλων, ο ιαγουάρος τους υποδέχτηκε σαν τέλειος οικοδεσπότης. Αντί να χιμήξει κατά πάνω τους, τραβήχτηκε αμέσως στον πάτο της στενής κρυψώνας, όπου και κουλουριάστηκε ώστε να τους κάνει όσο το δυνατό περισσότερο χώρο. Και μόλις εκείνοι τακτοποιήθηκαν, άρχισε να τρίβεται πάνω τους και να τους γλύφει πατόκορφα σαν καλομαθημένος σπιτικός γάτος.

Τι να γινόταν όμως από έξω την ίδια ώρα; Να τους είχαν προσπεράσει οι λαθροκυνηγοί; Ή να έκλειναν σιγά σιγά τον κλοιό γύρω τους;

“Μπαμπά! Μπαμπά! Σταμάτα να ψάχνεις το χαζοπούλι που πέτυχες κι έλα να πιάσουμε τον ιαγουάρο μου. Δεν φεύγω από εδώ αν δεν τον βρούμε, ακούς;” ακούστηκε πάλι η τσυριχτή φωνή του παιδιού μέσα στη νύχτα.

“Μα αφού είμαι σίγουρος ότι το πέτυχα” είπε τραχιά ο πατέρας του παιδιού, λες κι η γλώσσα του ήταν φτιαγμένη από το πιο σκληρό γυαλόχαρτο. “Κάπου εδώ θα είναι. Κάτσε να το βρούμε, και συνεχίζουμε”.

“Κι εγώ σου λέω ότι αν δεν βρούμε τον ιαγουάρο μου δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ πια!” ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του παιδιού.

“Ψτ! Μην το κουνήσετε ρούπι!” είπε σε λίγο στους συντρόφους του ο Μιχαήλ, κι αναρριχήθηκε ξανά μέχρι το άνοιγμα της κουφάλας, για να παρακολουθήσει με αγωνία τις κινήσεις των ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι.

Από το παρατηρητήριό του είδε πέντε, έξι χοντροκομμένες μαύρες σιλουέτες να κοντοστέκονται για λίγο καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα, σαν κάτι να είχαν ψυλλιαστεί. Δύο από αυτούς, ο πατέρας κι ο γιος αν έκρινε από τη διαφορά ύψους που είχαν αναμεταξύ τους, έκαναν νόημα στους άλλους να παραμείνουν στις θέσεις τους, ενώ οι ίδιοι προχώρησαν με αργά, σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση των ζώων. Η κουφάλα ήταν βέβαια αρκετά ψηλά στο δέντρο για να έριχνε κάποιος με άνεση μια ματιά μέσα. Έτσι όμως κι ανέβαζε ο πατέρας το γιο στους ώμους του, το παιδί θα μπορούσε να τρυπώσει το κεφάλι μέσα και να τους δει όλους με χαρακτηριστική ευκολία.

“Όλοι κάτω τα κεφάλια!” ψιθύρισε ο Μιχαήλ.

“Μα δεν πάει άλλο!” διαμαρτυρήθηκε ο Κοσανόβα.

“Πως δεν πάει” ψιθύρισε σε πιο έντονο ύφος ο πίθηκος, πέφτοντας απότομα πάνω στους φίλους του, που είχαν μαζευτεί σ’ ένα σφιχτό, μαλακό κουβάρι σε μια γωνιά της κουφάλας.

Εκεί, άλλος με μια πατούσα στο πρόσωπο, άλλος με μια ουρά τυλιγμένη γύρω από το λαιμό, κι άλλος με λίγα πούπουλα στο στόμα, περίμεναν με κομμένη ανάσα τη στιγμή που θα τους έπιαναν στα πράσα. Κι όταν, για μια στιγμή που τους φάνηκε αιώνας, το φως των φακών έλουσε το εσωτερικό της κρυψώνας τους, κανένα από τα ζώα δεν περίμενε να τη γλυτώσουν.

Όμως όσο γρήγορα τα έζωσε ο κίνδυνος, άλλο τόσο γρήγορα τα εγκατέλειψε. Με μιας το φως υποχώρησε, χωρίς οι λαθροκυνηγοί να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν εξονυχιστικά την κουφάλα, και τα πέντε ζώα βυθίστηκαν ξανά με ανακούφιση στο σκοτάδι.

Όλα δηλαδή εκτός από τον Κοσανόβα, που δεν έβλεπε την ώρα να τινάξει από πάνω του τον αγαπησιάρικο ιαγουάρο.

“Φτάνει είπα. Με γέμισες τρίχες και σάλια!” ακούστηκε να παραπονιέται, προτού ο πίθηκος του φιμώσει το στόμα.

Montag, 14. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 11

οι λαθροκυνηγοί


“Λοιπόν;” ρώτησε με αγωνία η Μοδέστα, μόλις επέστρεψε ο Μιχαήλ. “Τι είδες; Εμπρός! Ξεκίνα! Πες μου για τους γαλλικούς πολυέλαιους και τ’ αγγλικά σερβίτσια! Πες μου για τους ιταλικούς πίνακες και τους γερμανικούς καθρέπτες! Για τα περσικά χαλιά και τα ελβετικά ρολόγια! Πες μου για τον παχουλό πιανίστα με το διπλό προγούλι στην κεντρική τραπεζαρία, και την πολυπληθή ορχήστρα στη μεγάλη σάλα του χορού! Περίγραψέ μου τους χαμογελαστούς καμαρότους και τις ντροπαλές καμαριέρες. Τον κοσμοπολίτη πλοίαρχο και τους υψηλούς προσκεκλημένους του. Έλα τώρα. Δεν μπορεί! Πίσω από την άθλια όψη αυτού του πλοίου πρέπει να κρύβονται πράγματα και θαύματα!”

“Όσο γι’ αυτό δεν έχεις άδικο…” είπε διστακτικά ο Μιχαήλ.

“Ασφαλώς και δεν έχω άδικο” συνέχισε εκείνη, έχοντας ξαναβρεί τη χαμένη της αυτοπεποίθηση. “Γι’ αυτό μη μου τα μασάς. Τα θέλω όλα με το νι και με το σίγμα. Μετά από τόσες κακουχίες, πεθαίνω για λίγη λάμψη και γοητεία. Αχ, Μιχαήλ, πεθαίνω για λίγη αριστοκρατία!”

“Όμως, Μοδέστα…” κόμπιασε ξανά ο πίθηκος.

“Τι; Δεν έχει πολυέλαιους;”

“Ποιους πολυέλαιους…”

“Ούτε σερβίτσια;”

“Ποια σερβίτσια…”

“Ούτε καθρέπτες; Πίνακες; Χαλιά; Ρολόγια; Πιανίστα; Ορχήστρα;”

“Δυστυχώς δεν έχει τίποτα απ’ όλα αυτά”.

“Μα ούτε έναν καμαρότο;”

“Όχι”.

“Και τα πυροτεχνήματα;”

“Ένα ήταν όλο κι όλο. Και δεν ήταν πυροτέχνημα, αλλά φωτοβολίδα…”

“Δεν μας λες τότε τι έχει το πλοίο καλύτερα;” ρώτησε η Ρίνα, εξίσου απογοητευμένη με τη Μοδέστα εξαιτίας των νέων που τους είχε φέρει ο Μιχαήλ.

“Θέλει και ρώτημα; Έχει τ’ απολύτως απαραίτητα” είπε η παπαγαλίνα, αντί του πιθήκου. “Τι να κάνουμε όμως. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, έχω κι εγώ αλλάξει. Έναν κουβά φρέσκο νερό χρειάζομαι, για τα λιγοστά μου πούπουλα. Και μια χούφτα σποράκια για την κοιλιά μου. Ζητάω πολλά;”

“Εσύ μπορεί να μη ζητάς πολλά. Ρωτάς όμως αν ο καπετάνιος θέλει να σου δώσει κι αυτά τα λίγα;” τη ρώτησε με τη σειρά του ο Μιχαήλ.

“Μα, τέλος πάντων, τι σόι πλοίο είναι αυτό;” έκραξε τότε η Μοδέστα.

“Ένα πλοίο… φυλακή” αναγκάστηκε να ομολογήσει ο πίθηκος.

Η είδηση ότι το πλοίο των ελπίδων τους ήταν μια πλωτή φυλακή για ζώα έπεσε σαν κεραυνός πάνω στην παπαγαλίνα και τη βατραχίνα.

“Και γιατί έχουν ρίξει όλα αυτά τα ζώα σε μια φυλακή, όταν δεν έχουν παρά να τα επισκεφτούν στο Πάρκο της Άγριας Φύσης;” ρώτησε με κόπο η Ρίνα, σαν να μη μπορούσε ν’ αποδεχτεί την πραγματικότητα.

“Επειδή από αυτό ζουν οι λαθροκυνηγοί” εξήγησε ο Κοσανόβα, που τόση ώρα δεν είχε πει λέξη.

Εκείνη τη στιγμή μια νέα φωτοβολίδα σηκώθηκε στον νυχτερινό ουρανό, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σφυρίχτρας. Σαν κέρινα αγάλματα, τα τέσσερα ζώα παρέμειναν ακίνητα στις θέσεις τους, μέχρι να διαγράψει την τροχιά της η φωτοβολίδα και να σβήσει στα νερά του ποταμού. Στο μεταξύ, κάθε θόρυβος που διατάρασσε τη νεκρική ησυχία, από το τυχαίο σπάσιμο ενός κλαδιού έως τον πιο μικρό παφλασμό του ποταμού, έκανε τις καρδιές τους να χάνουν κι από ένα χτύπο.

“Ένα κι ένα κάνουν δύο: κινδυνεύουμε!” είπε τελικά ο Κοσανόβα, που παρέμεινε λευκός σαν φάντασμα ακόμα και μετά το σβήσιμο της φωτοβολίδας.

“Και τι προτείνετε να κάνουμε;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Ένα κι ένα κάνουν δύο: πρέπει να χωριστούμε” είπε η Μοδέστα. “Έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην μας πιάσουν όλους”.

“Όχι! Ένα κι ένα κάνουν δύο: πρέπει να μείνουμε ενωμένοι” είπε με τη σειρά της η Ρίνα, πηδώντας στην πλάτη του πιθήκου. “Μόνο έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην πιάσουν κανέναν από μας”.

“Τώρα το πιστεύεις αυτό ή το λες για να μου πας κόντρα;” ρώτησε βλοσυρά η Μοδέστα τη βατραχίνα.

“Τι σημασία έχει;” μπήκε στη μέση ο Μιχαήλ, αναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά το ρόλο του μεσολαβητή. “Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ δεν συμφωνώ ν’ αρχίσουμε να τρέχουμε στα τυφλά. Πιστεύω ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για ν’ αντιμετωπίσουμε τους λαθροκυνηγούς. Και για να γίνει αυτό” συμπλήρωσε, κοιτώντας λοξά προς τη μεριά του Κοσανόβα, “χρειαζόμαστε πληροφορίες”.

“Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα απολύτως” απάντησε εκείνος, κάνοντας αμέσως δύο βήματα πίσω.

“Έλα τώρα!” είπε ο Μιχαήλ, αρπάζοντάς τον από το σβέρκο. “Είσαι σίγουρος;”

“Σιγουρότατος”.

“Όσο σίγουρος ήσουν και για το Ρίο;”

Μην ξέροντας πώς να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα, ο Κοσανόβα δεν έβγαλε ούτε κιχ. Κατέβασε μόνο το κεφάλι, χλομιάζοντας ακόμη περισσότερο από πριν, κι έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια.

“Λέγε, λοιπόν!” τον τσίγκλησε ο πίθηκος. “Πόσοι είναι οι λαθροκυνηγοί; Είναι έμπειροι; Μεθοδικοί; Υπομονετικοί; Είναι εξοικειωμένοι να κυνηγούν τη νύχτα; Και τι παγίδες στήνουν; Όσα περισσότερα ξέρουμε γι’ αυτούς, τόσο το καλύτερο”. 

“Σωστά” συμφώνησε κι η Μοδέστα, έχοντας τις δικές της απορίες. “Από πού κρατάει η σκούφια τους; Ποιο είναι το αγαπημένο τους φαγητό; Και γιατί δεν έχουν σερβίτσια; Πολυέλαιους; Πίνακες; Χαλιά; Ρολόγια; Πιανίστα; Ορχήστρα;”

“Καλά, καλά! Θα μιλήσω” συμφώνησε τότε απρόθυμα ο Κοσανόβα. “Ωστόσο για τους συγκεκριμένους λαθροκυνηγούς δεν ξέρω τίποτα. Ούτε από που κρατάει η σκούφια τους, ούτε πόσοι μπορεί να είναι, ούτε τι είδους ζώα κυνηγάνε. Γνωρίζω μόνο για εκείνους που ήρθαν πριν από ένα χρόνο και μ’ έκλεψαν από την πατρίδα μου, τη μακρινή Μαδαγασκάρη, ένα μεγάλο, ξακουστό νησί δυτικά της Αφρικής, πολύ μακριά από εδώ. Αυτοί λοιπόν με πέρασαν κυριολεκτικά από σαράντα κύματα. Από τον Ινδικό ωκεανό με πέρασαν στον Ειρηνικό ωκεανό, κι από εκεί στην Καραϊβική θάλασσα. Κι όλα αυτά για να με μοσχοπουλήσουν στον πρώτο αγοραστή που θα ήθελε να με εντάξει στον παράνομο ζωολογικό του κήπο”.

“Για ένα λεπτό!” έκραξε η παπαγαλίνα, τεντώνοντας τη μαδημένη της κορμοστασιά όπως έκανε τις παλιές καλές μέρες, πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. “Τέτοιοι αγοραστές θα πρέπει να είναι πάρα πολύ πλούσιοι για να έχουν ολόκληρες συλλογές ζώων. Κι αυτό, εδώ που τα λέμε, εμένα δεν μου ακούγεται και τόσο άσχημο. Έχει… προοπτική”.

“Εξαρτάται σε ποιανού τα χέρια θα καταλήξεις” την προειδοποίησε ο Κοσανόβα. “Όσο για μένα, κατέληξα από την αρχή στα χειρότερα. Το μόνο που πέτυχαν οι άθλιοι απαγωγείς μου ήταν να με περιφέρουν στη μισή υφήλιο, μοστράροντας την αφεντιά μου σε ξεπεσμένους Φιλιππινέζους αριστοκράτες, έκπτωτους Περουβιανούς πρίγκιπες και Κουβανούς μεγιστάνες που είχαν φαλιρίσει. Ώσπου κατάφεραν τελικά και με ξεφορτώθηκαν σ’ έναν Βραζιλιάνο... βοηθό μάγειρα του… Κοσανόβα”.

“Του πλοίου που πήρε από εσένα τ’ όνομά του;” έκραξε η Ρίνα.

“Εντάξει! Εγώ δανείστηκα τ’ όνομά μου από το πλοίο, κι όχι εκείνο από εμένα” παραδέχτηκε αυτός. “Και δεν θα σας κρύψω ότι βαφτίστηκα από μόνος μου, μιας και τ’ αφεντικό μου είχε το νου του περισσότερο στις κρεμμυδόσουπες και τα σουβλάκια θαλασσινών, παρά σ’ εμένα”.

“Και τότε ποιο είναι το αληθινό σου όνομα;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Κβα Σιμόδο. Προτιμώ όμως το Κοσανόβα, επειδή είναι πιο εύηχο”.

“Κι απ’ όλα τα φαγητά που μας αράδιαζες κατά καιρούς;” ρώτησε η Μοδέστα. “Δοκίμασες κανένα; Ή τα έβγαλες κι αυτά από το μυαλό σου;”

“Ούτε μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα, αν κι είναι όλα αληθινά” ομολόγησε ο Κοσανόβα, που από τη ντροπή του ήταν έτοιμος να θάψει το κεφάλι του στο χώμα, μιμούμενος τους στρουθοκαμήλους. “Τα έτρωγα όλα με τα μάτια…”

“Πόσα ψέματα” μουρμούρισε η βατραχίνα.

“Πόσες χαμένες απολαύσεις!” σχολίασε η παπαγαλίνα.

“Εντάξει! Το παράκανα, δεν λέω! Μόνο πείτε μου σε τι μπορεί ν’ αλλάξει η μοίρα μας, τώρα που γνωρίζετε όλη την αλήθεια για μένα;” απόρησε ο Κοσανόβα.

Αν είμαστε ειλικρινείς πολλά μπορούν ν’ αλλάξουν, ετοιμάστηκε να πει ο Μιχαήλ. Προτού όμως μιλήσει, ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα πίσω από μια κοντινή συστάδα υδρόβιων φυτών, που του έκοψε τη λαλιά σαν μαχαίρι.

“Μπαμπά! Μπαμπά!” φώναξε ένα νεαρό αγόρι υστερικά. “Ρίξε άλλη μια φωτοβολίδα, μπαμπά! Νομίζω ότι είδα τον ιαγουάρο μου εκεί πίσω!”