Dienstag, 29. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 13

επιτέλους ελεύθεροι


Ο Μιχαήλ, η Ρίνα, η Μοδέστα, ο Κοσανόβα κι ο ιαγουάρος πέρασαν τη νύχτα εκείνη καλά σφηνωμένοι στην κρυψώνα του δένδρου τους. Ωστόσο οι λαθροκυνηγοί δεν έλεγαν να τα παρατήσουν έτσι εύκολα. Έχοντας πεισμώσει, συνέχισαν να ψάχνουν για τον ιαγουάρο τους, εκτοξεύοντας δεκάδες λευκές φωτοβολίδες που φώτιζαν τη ζούγκλα σαν αστραπές μιας τροπικής καταιγίδας. Και μόνο αφού άρχισε πια να χαράζει σταμάτησαν τις έρευνες κι επέστρεψαν με άδεια χέρια στο πλοίο, αφήνοντας στο πέρασμά τους ένα τοπίο πετσοκομμένο από τα κοφτερά χατζάρια τους και ποδοπατημένο από τις βαριές τους μπότες. Ακόμα και τότε όμως κανένα από τα πέντε ζώα δεν τόλμησε να πεταχτεί έξω. Τρομοκρατημένα όπως ήταν, παρέμειναν στην κουφάλα μέχρι το μεσημέρι, οπότε και πήραν τελικά την απόφαση να εγκαταλείψουν το κρησφύγετό τους.

Η αγωνία κι η πολύωρη ακινησία, όπως ήταν φυσικό, είχαν αφήσει σε όλους από ένα κουσούρι. Η Μοδέστα είχε χάσει ένα σωρό πούπουλα πάλι. Ο Κοσανόβα είχε στραβολαιμιάσει προς τ’ αριστερά. Ο Μιχαήλ υπέφερε από ένα λουμπάγκο στη μέση. Κι η Ρίνα, χώρια που βασανιζόταν για πρώτη φορά στη ζωή της από αϋπνία, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να κλείσει μάτι, υπέφερε επίσης από στραβισμό, εξαιτίας της ασυνήθιστης γι’ αυτήν λάμψης του ήλιου.     

Μόνο ο κοκαλιάρης ιαγουάρος έδειχνε ανεπηρέαστος από την πολύωρη παραμονή του μέσα στη στενή κουφάλα. Χοροπηδώντας από εδώ κι από εκεί, έτριβε με χαρά το κούτελό του πότε στο ένα ζώο και πότε στον άλλο, ενώ ενδιάμεσα καταβρόχθιζε με απίστευτη λαιμαργία τα χόρτα που είχαν κόψει στο διάβα τους οι λαθροκυνηγοί.

“Να σου πω...” ψιθύρισε κάποια στιγμή η Μοδέστα στον Μιχαήλ, γνέφοντας προς τη μεριά του ορεξάτου αιλουροειδούς. “Λες να ετοιμάζεται να μας κατασπαράξει;”

“Και θα περίμενε να το κάνει τώρα, Μοδέστα, ενώ μας είχε για ώρες στριμωγμένους εκεί μέσα;” τη ρώτησε ο πίθηκος, μορφάζοντας από ένα σουβλερό πόνο που ένιωσε ξαφνικά στη μέση.

“Γιατί το λες αυτό;” πετάχτηκε από δίπλα ο Κοσανόβα, χωρίς να μπορεί να κοιτάξει προς τη μεριά του ιαγουάρου, που βρισκόταν στα δεξιά του. “Κι αν τρώει χόρτα για ορεκτικό; Ξέρεις πόσες σαλάτες ετοίμαζαν καθημερινά στην κουζίνα του Κοσανόβα; Θα σου πω εγώ, που τις θυμάμαι απ’ έξω κι ανακατωτά: Σαλάτα με πιπεριές, ντοματίνια και χαλούμι. Σαλάτα με κολοκυθάκια και τσακιστές ελιές. Σαλάτα με μπακαλιάρο, κρεμμύδια και πορτοκάλι. Σαλάτα με πλιγούρι, φακές και ρεβίθια. Σαλάτα κουσκούς με κοτόπουλο, αμύγδαλα και κουκουναρόσπορους. Σαλάτα με—"

“Αμάν!” μπούχτισε να τον ακούει ν’ αραδιάζει σαλάτες ο Μιχαήλ. “Κι αν υπάρχει μια πιο απλή εξήγηση για τη συμπεριφορά του; Αν, για παράδειγμα, ο ιαγουάρος είναι χορτοφάγος; Τότε δεν έχουμε να φοβηθούμε απολύτως τίποτα. Σωστά; Όπως και να ‘χει, καλό θα ήταν να δείξουμε λίγη παραπάνω εμπιστοσύνη ο ένας για τον άλλο. Λίγα περάσαμε μαζί;”

Όχι, παραδέχτηκαν οι άλλοι δύο σιωπηλά.

“Ωραία. Και τώρα προτείνω να φεύγουμε σιγά σιγά από εδώ. Αυτό το μέρος δεν θέλω ούτε να το θυμάμαι…” είπε μ’ ένα σπάσιμο στη φωνή, καθώς ο νους του γύρισε στα ζώα που είχε δει φυλακισμένα στ’ αμπάρια του πλοίου των λαθροκυνηγών.

“Και προς τα πού λες να πάμε;” ρώτησε ύστερα ο Κοσανόβα.

“Ευθεία...”

“Ευθεία όπως κοιτάζω εγώ;” ξαναρώτησε ο χαμαιλέοντας. “Ή όπως κοιτάζεις εσύ;”

“Έχει σημασία; Αρκεί να μην τα παρατήσουμε”.

Καθώς όμως έβλεπε τους συντρόφους του να μπαίνουν υπάκουα στη σειρά για να συνεχίσουν το ταξίδι τους, ο πίθηκος ξανασκέφτηκε την απορία του Κοσανόβα.

Αλήθεια, προς τα πού πήγαιναν; Γύρευαν άραγε ακόμα το Ρίο; Κι αν το έβρισκαν ποτέ, πώς θα έπαιρναν μέρος στο καρναβάλι του; Θα ταίριαζε η Μοδέστα, που είχε χάσει ένα στρώμα πούπουλα μέχρι τώρα, με τις πανέμορφες καλλονές και τις φανταχτερές στολές τους; Θα γοητευόταν κανείς από τη Ρίνα, έτσι όπως αλληθώριζε στο πρώτο δυνατό φως που έπεφτε στα μάτια της; Και πώς θα παρακολουθούσε ο ίδιος μαθήματα χορού από τους καλύτερους δάσκαλους της σάμπα, έτσι όπως υπέφερε από τη μέση του;  

Εκτός βέβαια κι αν κατέληγαν σε μια πόλη πιο μικρή και πιο ασήμαντη από το Ρίο, όπως είχε πει κι ο Κοσανόβα. Μια πόλη στην οποία θα περιφέρονταν σαν θλιμμένα αξιοθέατα, τραβώντας την προσοχή του κόσμου με τις πόζες και τους χορούς τους, για μια χούφτα φαγητό, ένα χαμόγελο κι ένα χάδι. Με άλλα λόγια, αν κατάφερναν να ξαναζήσουν σε χειρότερη εκδοχή τη ζωή που είχαν ζήσει στο Πάρκο της Άγριας Φύσης!

“Τελικά τι είχαμε, τι χάσαμε…” του ξέφυγε τότε.

“Τι είπες;” ρώτησε η Μοδέστα, ξεσπώντας ταυτόχρονα σε ανεξέλεγκτους λυγμούς.

“Έλα, μη το παίρνεις στραβά, Μοδέστα” είπε αμέσως ο πίθηκος, που δεν άντεχε να βλέπει κανέναν, πόσο μάλλον την άσπονδη φίλη του, στα πρόθυρα της κατάρρευσης. “Άλλωστε η ζωή που αφήσαμε πίσω μας δεν ήταν και τόσο διαφορετική από τη ζωή που περιμένει κάθε ζώο σε αιχμαλωσία”.

“Μα τι λες τώρα, Μιχαήλ!” τον αποπήρε εκείνη, με μια φωνή πνιγμένη στ’ αναφιλητά. “Δεν είσαι σοβαρός…”

“Απεναντίας! Για άκου εδώ. Ακούστε όλοι σας εδώ, και βάλτε το μυαλό σας να δουλέψει. Μπορούμε ή δεν μπορούμε να πάμε όπου θέλουμε αυτή τη στιγμή; Μπορούμε ή δεν μπορούμε να κάνουμε ό,τι επιθυμούμε, ή ακόμα και να μην κάνουμε απολύτως τίποτα; Είμαστε ή δεν είμαστε επιτέλους ελεύθεροι από τους ανθρώπους; Ή μήπως πιστεύετε ότι τα σκοτεινά αμπάρια των λαθροκυνηγών διαφέρουν τόσο πολύ από το χρυσό κλουβί του Πάρκου της Άγριας Φύσης;”

“Μα πίσω στο πάρκο περνούσαμε ζωή και κότα, Μιχαήλ!” διαμαρτυρήθηκε η παπαγαλίνα.

“Μόνο που κι εκεί πέρα δεν ζούσαμε για τους εαυτούς μας, αλλά για χάρη όσων μας επισκέπτονταν! Και σε ρωτάω, Μοδέστα: έπαιρνες ή δεν έπαιρνες πάντα την ίδια πόζα, πάνω σ’ έναν άγνωστο ώμο; Αναγκαζόσουν ή δεν αναγκαζόσουν να στήνεσαι και να συμπεριφέρεσαι πάντα με τον ίδιο τρόπο; Ενώ τώρα ποιον έχεις να σου υπαγορεύει πως να ζήσεις; Μόνο τον εαυτό σου! Όποτε θες ανοίγεις τα φτερά σου και πετάς ελεύθερη προς τον ανοικτό ορίζοντα”.

“Για να πάω πού ακριβώς, μου λες;”

“Εκεί που θα σε βγάλει η ζωή, φυσικά”.

“Και πού είναι αυτό;” ρώτησε με τη σειρά της η βατραχίνα, με δυο μάτια έτοιμα να πλημμυρίσουν με δάκρυα.

“Αυτό, Ρίνα, θα το μάθεις μονάχα όταν φτάσεις στον προορισμό σου…” ήταν η μόνη ειλικρινής απάντηση που μπορούσε να της δώσει ο πίθηκος.

“Τώρα μας φώτισες!” έκραξε η Μοδέστα μ’ ένα λαρυγγισμό από τα παλιά. “Και θα σου πω και το άλλο, Μιχαήλ: εγώ δεν ξανανοίγω αυτά τα φτερά, προτού βγάλω νέα πούπουλα! Ακούς; Δεν τα ξανανοίγω!”

“Και δεν χαίρεσαι; Είναι κι αυτό μια επιλογή σου” της είπε, αγκαλιάζοντάς την στοργικά. “Και τώρα, εμπρός! Είναι καιρός να ξεκινήσουμε πάλι. Και μιας κι ο φίλος μας ο ιαγουάρος δείχνει να έχει τις περισσότερες δυνάμεις, προτείνω ν’ αναχωρήσουμε καβάλα στις πλάτες του. Μέχρι, τουλάχιστον, ν’ αναρρώσουμε λιγάκι”.