Dienstag, 22. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 12

ο εχθρός του εχθρού μου


Κρύος ιδρώτας έλουσε τα τέσσερα ζώα στο άκουσμα εκείνης της στυριχτής παιδικής φωνής και της γενικής αναταραχής που τη συνόδεψε. Εκεί που πίστευαν ότι είχαν να κάνουν με μία απειλή, ξαφνικά βρέθηκαν αντιμέτωποι με δύο. Από τη μία πλησίαζαν οι λαθροκυνηγοί, ανοίγοντας βίαια ένα μονοπάτι στη ζούγκλα με τα κοφτερά χατζάρια τους, κι από την άλλη τους περιτριγύριζε εντελώς αθόρυβα ένα από τα πιο τρομακτικά αρπακτικά της ζούγκλας.

Με αγωνία είδαν τότε την εκτόξευση τριών νέων φωτοβολίδων στον ουρανό, που έκαναν τη νύχτα μέρα. Κι αν η Μοδέστα έμεινε κατ’ αρχάς με το στόμα ανοικτό επειδή θαμπώθηκε από το θέαμα που της θύμισε κάποιες σπάνιες βραδιές πίσω στο πάρκο, όταν οι επισκέπτες που διανυκτέρευαν εκεί γιόρταζαν την παραμονή τους μ’ εκατοντάδες βεγγαλικά, η Ρίνα, ο Μιχαήλ κι ο Κοσανόβα έμειναν με το στόμα ανοικτό μόλις αντίκρισαν έναν κοκαλιάρικο ιαγουάρο να περνάει σαν σφαίρα από μπροστά τους και να τρυπώνει, όπως όπως, στην κουφάλα ενός κοντινού δένδρου.

Πώς ήταν δυνατόν, αναρωτήθηκαν, αφού τους σκέπασε πάλι το σκοτάδι, ένας ολόκληρος ιαγουάρος να περνάει από μπροστά τους χωρίς να μπει στον πειρασμό, έστω και για ένα λεπτό, να τους πάρει στο κυνήγι; Και πώς είχε μείνει ένα τέτοιο ζώο πετσί και κόκαλο; 

“Χαλαρώστε” ψιθύρισε ο Κοσανόβα στους άλλους τρεις, οι καρδιές των οποίων φτερούγιζαν σαν να ήθελαν να δραπετεύσουν από τα στήθη τους. “Ξεχάσατε μήπως τι φώναξε το παιδί;”

“Ότι είχε δει τον ιαγουάρο του” είπε η Ρίνα. “Και λοιπόν;”

“Και λοιπόν, τρίχρωμες παπαρδέλες μου με μανιτάρια και μυρωδικό θυμάρι, είναι απλό” συνέχισε ο Κοσανόβα, κοιτώντας τους άλλους με μάτια που γυάλιζαν σαν χρυσά νομίσματα μέσα στη νύχτα. “Αυτός ο κοκαλιάρης, τρομαγμένος ιαγουάρος το έχει προφανώς σκάσει από το πλοίο. Που σημαίνει ότι  δεν έχουμε παρά να τον καταδώσουμε στους λαθροκυνηγούς, με αντάλλαγμα—”

“Να μας αφήσουν ήσυχους;” ρώτησε η Μοδέστα.

“Αντιθέτως! Με αντάλλαγμα να μας φιλοξενήσουν σε μια καμπίνα πρώτης θέσης μέχρι να φτάσουμε στο Ρίο!”

“Ούτε να το σκέφτεστε!” απάντησαν ο Μιχαήλ κι η Ρίνα με μια φωνή, ριψοκινδυνεύοντας να τραβήξουν μια ώρα αρχύτερα την προσοχή των λαθροκυνηγών κατά πάνω τους.

“Μα γιατί;” απόρησε ο χαμαιλέοντας. “Και στο Ρίο να μην πιάσει το ποταμόπλοιο, μια οποιαδήποτε πόλη θα μας προσφέρει όλα όσα επιθυμούμε. Εσύ, Μοδέστα, σκέψου τα φλας των φωτογραφικών μηχανών ν’ αστράφτουν πάλι γύρω σου! Σκέψου τη συρροή των θαυμαστών σου! Κι εσύ, Ρίνα, σκέψου τη νυχτερινή ζωή που σε περιμένει! Σκέψου το πρώτο βράδυ που θα σε ανακαλύψουν ανάμεσά τους οι άνθρωποι, σαν να έχουν σκοντάψει σ’ ένα χαμένο θησαυρό! Όσο για εσένα, Μιχαήλ—”

“Να μη σε νοιάζει!”

“Όπως νομίζεις. Αυτός ο ιαγουάρος πάντως αξίζει μια περιουσία σε οποιαδήποτε παράνομη δημοπρασία της Αγγλίας, της Γαλλίας ή της Ρωσίας. Κι εμείς αυτό το θησαυρό τον βρήκαμε πρώτοι. Γιατί να τον αφήσουμε να πάει χαμένος;”

Με τις δέσμες από το φως των φακών των λαθροκυνηγών να τρυπούν σαν φωτεινές λόγχες τη γύρω βλάστηση, τα τέσσερα ζώα έπρεπε επιτέλους να πάρουν μια από τις πιο σημαντικές αποφάσεις της ζωής τους. Κι αφού ως συνήθως διαφωνούσαν, το μόνο που τους έμενε ήταν να ψηφίσουν.

“Εγώ παζάρια σε βάρος του ιαγουάρου ή οποιουδήποτε άλλου ζώου δεν κάνω” ξεκαθάρισε ο Μιχαήλ. “Γι’ αυτό ψηφίζω να κρυφτούμε παρέα με τον ιαγουάρο”.

“Πού; Μέσα στην κουφάλα;” έκραξε η Μοδέστα, πετώντας αλλοπρόσαλλα εδώ κι εκεί, για ν’ αποφύγει τις φωτεινές δέσμες που διαπερνούσαν σαν βέλη το σκοτάδι.  

“Βλέπεις καμία καλύτερη κρυψώνα;”

“Μα… μαζί με τον ιαγουάρο;”

“Ξέρεις τι λένε: ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου…”

“Ε, τότε κι εγώ μ’ αυτόν είμαι!” είπε η Ρίνα, περισσότερο από αντίδραση στη Μοδέστα, παρά από εμπιστοσύνη στον ιαγουάρο. “Με τον …εχθρό μου!”

“Κι εγώ λοιπόν ψηφίζω με τον—”      

Κοσανόβα, θα έλεγε η Μοδέστα, αν δεν δεχόταν, σαν ένεση στον πισινό, το τσίμπημα από ένα υπνωτικό βελάκι που την κοίμισε προτού προλάβει να πέσει χάμω.

“Γρήγορα! Όλοι μέσα στην κουφάλα!” πρόσταξε ο πίθηκος, πιάνοντας την παπαγαλίνα στον αέρα. “Οι επίσημοι ψήφοι είναι 2-1 υπέρ της πρότασής μου!”

Δένοντας ύστερα θηλιά την ουρά του γύρω από την αναίσθητη Μοδέστα, πήρε παραμάσχαλα τον Κοσανόβα, κι αφού βεβαιώθηκε ότι η Ρίνα κρατιόταν γερά πάνω στην πλάτη του, έτρεξε προς την κρυψώνα του ιαγουάρου.

Μόλις όμως έφτασε μπροστά από την κουφάλα, του κόπηκαν τα γόνατα. Κι αν έκανε λάθος, κι ο ιαγουάρος δεν σκάμπαζε από ανορθόδοξες συμμαχίες; Ή αν ήταν τόσο πεινασμένος όσο μαρτυρούσε το σκελετωμένο του κορμί; Τότε πηδώντας στην κουφάλα του δέντρου θα ήταν σαν να πηδούσε μέσα σ’ ένα ορθάνοικτο στόμα. Παίρνοντας, μάλιστα, στο λαιμό του και τους άλλους. Αν πάλι έκανε πίσω θα έπεφτε σίγουρα στα χέρια των λαθροκυνηγών, οι φωνές των οποίων ακούγονταν καθαρά τώρα πια πίσω από μια κοντινή συστάδα μπανανόδεντρων.

Στην απόγνωσή του, ο πίθηκος σκαρφάλωσε στον κορμό και γλίστρησε, χωρίς δεύτερη σκέψη, μέσα στη σκοτεινή κουφάλα. Εκεί, προς μεγάλη ανακούφιση όλων, ο ιαγουάρος τους υποδέχτηκε σαν τέλειος οικοδεσπότης. Αντί να χιμήξει κατά πάνω τους, τραβήχτηκε αμέσως στον πάτο της στενής κρυψώνας, όπου και κουλουριάστηκε ώστε να τους κάνει όσο το δυνατό περισσότερο χώρο. Και μόλις εκείνοι τακτοποιήθηκαν, άρχισε να τρίβεται πάνω τους και να τους γλύφει πατόκορφα σαν καλομαθημένος σπιτικός γάτος.

Τι να γινόταν όμως από έξω την ίδια ώρα; Να τους είχαν προσπεράσει οι λαθροκυνηγοί; Ή να έκλειναν σιγά σιγά τον κλοιό γύρω τους;

“Μπαμπά! Μπαμπά! Σταμάτα να ψάχνεις το χαζοπούλι που πέτυχες κι έλα να πιάσουμε τον ιαγουάρο μου. Δεν φεύγω από εδώ αν δεν τον βρούμε, ακούς;” ακούστηκε πάλι η τσυριχτή φωνή του παιδιού μέσα στη νύχτα.

“Μα αφού είμαι σίγουρος ότι το πέτυχα” είπε τραχιά ο πατέρας του παιδιού, λες κι η γλώσσα του ήταν φτιαγμένη από το πιο σκληρό γυαλόχαρτο. “Κάπου εδώ θα είναι. Κάτσε να το βρούμε, και συνεχίζουμε”.

“Κι εγώ σου λέω ότι αν δεν βρούμε τον ιαγουάρο μου δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ πια!” ακούστηκε για τελευταία φορά η φωνή του παιδιού.

“Ψτ! Μην το κουνήσετε ρούπι!” είπε σε λίγο στους συντρόφους του ο Μιχαήλ, κι αναρριχήθηκε ξανά μέχρι το άνοιγμα της κουφάλας, για να παρακολουθήσει με αγωνία τις κινήσεις των ανθρώπων μέσα στο σκοτάδι.

Από το παρατηρητήριό του είδε πέντε, έξι χοντροκομμένες μαύρες σιλουέτες να κοντοστέκονται για λίγο καμιά δεκαριά μέτρα πιο πέρα, σαν κάτι να είχαν ψυλλιαστεί. Δύο από αυτούς, ο πατέρας κι ο γιος αν έκρινε από τη διαφορά ύψους που είχαν αναμεταξύ τους, έκαναν νόημα στους άλλους να παραμείνουν στις θέσεις τους, ενώ οι ίδιοι προχώρησαν με αργά, σταθερά βήματα προς την κατεύθυνση των ζώων. Η κουφάλα ήταν βέβαια αρκετά ψηλά στο δέντρο για να έριχνε κάποιος με άνεση μια ματιά μέσα. Έτσι όμως κι ανέβαζε ο πατέρας το γιο στους ώμους του, το παιδί θα μπορούσε να τρυπώσει το κεφάλι μέσα και να τους δει όλους με χαρακτηριστική ευκολία.

“Όλοι κάτω τα κεφάλια!” ψιθύρισε ο Μιχαήλ.

“Μα δεν πάει άλλο!” διαμαρτυρήθηκε ο Κοσανόβα.

“Πως δεν πάει” ψιθύρισε σε πιο έντονο ύφος ο πίθηκος, πέφτοντας απότομα πάνω στους φίλους του, που είχαν μαζευτεί σ’ ένα σφιχτό, μαλακό κουβάρι σε μια γωνιά της κουφάλας.

Εκεί, άλλος με μια πατούσα στο πρόσωπο, άλλος με μια ουρά τυλιγμένη γύρω από το λαιμό, κι άλλος με λίγα πούπουλα στο στόμα, περίμεναν με κομμένη ανάσα τη στιγμή που θα τους έπιαναν στα πράσα. Κι όταν, για μια στιγμή που τους φάνηκε αιώνας, το φως των φακών έλουσε το εσωτερικό της κρυψώνας τους, κανένα από τα ζώα δεν περίμενε να τη γλυτώσουν.

Όμως όσο γρήγορα τα έζωσε ο κίνδυνος, άλλο τόσο γρήγορα τα εγκατέλειψε. Με μιας το φως υποχώρησε, χωρίς οι λαθροκυνηγοί να μπουν στον κόπο να ερευνήσουν εξονυχιστικά την κουφάλα, και τα πέντε ζώα βυθίστηκαν ξανά με ανακούφιση στο σκοτάδι.

Όλα δηλαδή εκτός από τον Κοσανόβα, που δεν έβλεπε την ώρα να τινάξει από πάνω του τον αγαπησιάρικο ιαγουάρο.

“Φτάνει είπα. Με γέμισες τρίχες και σάλια!” ακούστηκε να παραπονιέται, προτού ο πίθηκος του φιμώσει το στόμα.