Montag, 14. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 11

οι λαθροκυνηγοί


“Λοιπόν;” ρώτησε με αγωνία η Μοδέστα, μόλις επέστρεψε ο Μιχαήλ. “Τι είδες; Εμπρός! Ξεκίνα! Πες μου για τους γαλλικούς πολυέλαιους και τ’ αγγλικά σερβίτσια! Πες μου για τους ιταλικούς πίνακες και τους γερμανικούς καθρέπτες! Για τα περσικά χαλιά και τα ελβετικά ρολόγια! Πες μου για τον παχουλό πιανίστα με το διπλό προγούλι στην κεντρική τραπεζαρία, και την πολυπληθή ορχήστρα στη μεγάλη σάλα του χορού! Περίγραψέ μου τους χαμογελαστούς καμαρότους και τις ντροπαλές καμαριέρες. Τον κοσμοπολίτη πλοίαρχο και τους υψηλούς προσκεκλημένους του. Έλα τώρα. Δεν μπορεί! Πίσω από την άθλια όψη αυτού του πλοίου πρέπει να κρύβονται πράγματα και θαύματα!”

“Όσο γι’ αυτό δεν έχεις άδικο…” είπε διστακτικά ο Μιχαήλ.

“Ασφαλώς και δεν έχω άδικο” συνέχισε εκείνη, έχοντας ξαναβρεί τη χαμένη της αυτοπεποίθηση. “Γι’ αυτό μη μου τα μασάς. Τα θέλω όλα με το νι και με το σίγμα. Μετά από τόσες κακουχίες, πεθαίνω για λίγη λάμψη και γοητεία. Αχ, Μιχαήλ, πεθαίνω για λίγη αριστοκρατία!”

“Όμως, Μοδέστα…” κόμπιασε ξανά ο πίθηκος.

“Τι; Δεν έχει πολυέλαιους;”

“Ποιους πολυέλαιους…”

“Ούτε σερβίτσια;”

“Ποια σερβίτσια…”

“Ούτε καθρέπτες; Πίνακες; Χαλιά; Ρολόγια; Πιανίστα; Ορχήστρα;”

“Δυστυχώς δεν έχει τίποτα απ’ όλα αυτά”.

“Μα ούτε έναν καμαρότο;”

“Όχι”.

“Και τα πυροτεχνήματα;”

“Ένα ήταν όλο κι όλο. Και δεν ήταν πυροτέχνημα, αλλά φωτοβολίδα…”

“Δεν μας λες τότε τι έχει το πλοίο καλύτερα;” ρώτησε η Ρίνα, εξίσου απογοητευμένη με τη Μοδέστα εξαιτίας των νέων που τους είχε φέρει ο Μιχαήλ.

“Θέλει και ρώτημα; Έχει τ’ απολύτως απαραίτητα” είπε η παπαγαλίνα, αντί του πιθήκου. “Τι να κάνουμε όμως. Δεν πειράζει. Έτσι κι αλλιώς, έχω κι εγώ αλλάξει. Έναν κουβά φρέσκο νερό χρειάζομαι, για τα λιγοστά μου πούπουλα. Και μια χούφτα σποράκια για την κοιλιά μου. Ζητάω πολλά;”

“Εσύ μπορεί να μη ζητάς πολλά. Ρωτάς όμως αν ο καπετάνιος θέλει να σου δώσει κι αυτά τα λίγα;” τη ρώτησε με τη σειρά του ο Μιχαήλ.

“Μα, τέλος πάντων, τι σόι πλοίο είναι αυτό;” έκραξε τότε η Μοδέστα.

“Ένα πλοίο… φυλακή” αναγκάστηκε να ομολογήσει ο πίθηκος.

Η είδηση ότι το πλοίο των ελπίδων τους ήταν μια πλωτή φυλακή για ζώα έπεσε σαν κεραυνός πάνω στην παπαγαλίνα και τη βατραχίνα.

“Και γιατί έχουν ρίξει όλα αυτά τα ζώα σε μια φυλακή, όταν δεν έχουν παρά να τα επισκεφτούν στο Πάρκο της Άγριας Φύσης;” ρώτησε με κόπο η Ρίνα, σαν να μη μπορούσε ν’ αποδεχτεί την πραγματικότητα.

“Επειδή από αυτό ζουν οι λαθροκυνηγοί” εξήγησε ο Κοσανόβα, που τόση ώρα δεν είχε πει λέξη.

Εκείνη τη στιγμή μια νέα φωτοβολίδα σηκώθηκε στον νυχτερινό ουρανό, ενώ ταυτόχρονα ακούστηκε ο διαπεραστικός ήχος μιας σφυρίχτρας. Σαν κέρινα αγάλματα, τα τέσσερα ζώα παρέμειναν ακίνητα στις θέσεις τους, μέχρι να διαγράψει την τροχιά της η φωτοβολίδα και να σβήσει στα νερά του ποταμού. Στο μεταξύ, κάθε θόρυβος που διατάρασσε τη νεκρική ησυχία, από το τυχαίο σπάσιμο ενός κλαδιού έως τον πιο μικρό παφλασμό του ποταμού, έκανε τις καρδιές τους να χάνουν κι από ένα χτύπο.

“Ένα κι ένα κάνουν δύο: κινδυνεύουμε!” είπε τελικά ο Κοσανόβα, που παρέμεινε λευκός σαν φάντασμα ακόμα και μετά το σβήσιμο της φωτοβολίδας.

“Και τι προτείνετε να κάνουμε;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Ένα κι ένα κάνουν δύο: πρέπει να χωριστούμε” είπε η Μοδέστα. “Έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην μας πιάσουν όλους”.

“Όχι! Ένα κι ένα κάνουν δύο: πρέπει να μείνουμε ενωμένοι” είπε με τη σειρά της η Ρίνα, πηδώντας στην πλάτη του πιθήκου. “Μόνο έτσι θα έχουμε περισσότερες πιθανότητες να μην πιάσουν κανέναν από μας”.

“Τώρα το πιστεύεις αυτό ή το λες για να μου πας κόντρα;” ρώτησε βλοσυρά η Μοδέστα τη βατραχίνα.

“Τι σημασία έχει;” μπήκε στη μέση ο Μιχαήλ, αναλαμβάνοντας για άλλη μια φορά το ρόλο του μεσολαβητή. “Έτσι κι αλλιώς, κι εγώ δεν συμφωνώ ν’ αρχίσουμε να τρέχουμε στα τυφλά. Πιστεύω ότι το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να καταστρώσουμε ένα σχέδιο για ν’ αντιμετωπίσουμε τους λαθροκυνηγούς. Και για να γίνει αυτό” συμπλήρωσε, κοιτώντας λοξά προς τη μεριά του Κοσανόβα, “χρειαζόμαστε πληροφορίες”.

“Μα εγώ δεν ξέρω τίποτα απολύτως” απάντησε εκείνος, κάνοντας αμέσως δύο βήματα πίσω.

“Έλα τώρα!” είπε ο Μιχαήλ, αρπάζοντάς τον από το σβέρκο. “Είσαι σίγουρος;”

“Σιγουρότατος”.

“Όσο σίγουρος ήσουν και για το Ρίο;”

Μην ξέροντας πώς να δικαιολογήσει τ’ αδικαιολόγητα, ο Κοσανόβα δεν έβγαλε ούτε κιχ. Κατέβασε μόνο το κεφάλι, χλομιάζοντας ακόμη περισσότερο από πριν, κι έβαλε την ουρά κάτω από τα σκέλια.

“Λέγε, λοιπόν!” τον τσίγκλησε ο πίθηκος. “Πόσοι είναι οι λαθροκυνηγοί; Είναι έμπειροι; Μεθοδικοί; Υπομονετικοί; Είναι εξοικειωμένοι να κυνηγούν τη νύχτα; Και τι παγίδες στήνουν; Όσα περισσότερα ξέρουμε γι’ αυτούς, τόσο το καλύτερο”. 

“Σωστά” συμφώνησε κι η Μοδέστα, έχοντας τις δικές της απορίες. “Από πού κρατάει η σκούφια τους; Ποιο είναι το αγαπημένο τους φαγητό; Και γιατί δεν έχουν σερβίτσια; Πολυέλαιους; Πίνακες; Χαλιά; Ρολόγια; Πιανίστα; Ορχήστρα;”

“Καλά, καλά! Θα μιλήσω” συμφώνησε τότε απρόθυμα ο Κοσανόβα. “Ωστόσο για τους συγκεκριμένους λαθροκυνηγούς δεν ξέρω τίποτα. Ούτε από που κρατάει η σκούφια τους, ούτε πόσοι μπορεί να είναι, ούτε τι είδους ζώα κυνηγάνε. Γνωρίζω μόνο για εκείνους που ήρθαν πριν από ένα χρόνο και μ’ έκλεψαν από την πατρίδα μου, τη μακρινή Μαδαγασκάρη, ένα μεγάλο, ξακουστό νησί δυτικά της Αφρικής, πολύ μακριά από εδώ. Αυτοί λοιπόν με πέρασαν κυριολεκτικά από σαράντα κύματα. Από τον Ινδικό ωκεανό με πέρασαν στον Ειρηνικό ωκεανό, κι από εκεί στην Καραϊβική θάλασσα. Κι όλα αυτά για να με μοσχοπουλήσουν στον πρώτο αγοραστή που θα ήθελε να με εντάξει στον παράνομο ζωολογικό του κήπο”.

“Για ένα λεπτό!” έκραξε η παπαγαλίνα, τεντώνοντας τη μαδημένη της κορμοστασιά όπως έκανε τις παλιές καλές μέρες, πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. “Τέτοιοι αγοραστές θα πρέπει να είναι πάρα πολύ πλούσιοι για να έχουν ολόκληρες συλλογές ζώων. Κι αυτό, εδώ που τα λέμε, εμένα δεν μου ακούγεται και τόσο άσχημο. Έχει… προοπτική”.

“Εξαρτάται σε ποιανού τα χέρια θα καταλήξεις” την προειδοποίησε ο Κοσανόβα. “Όσο για μένα, κατέληξα από την αρχή στα χειρότερα. Το μόνο που πέτυχαν οι άθλιοι απαγωγείς μου ήταν να με περιφέρουν στη μισή υφήλιο, μοστράροντας την αφεντιά μου σε ξεπεσμένους Φιλιππινέζους αριστοκράτες, έκπτωτους Περουβιανούς πρίγκιπες και Κουβανούς μεγιστάνες που είχαν φαλιρίσει. Ώσπου κατάφεραν τελικά και με ξεφορτώθηκαν σ’ έναν Βραζιλιάνο... βοηθό μάγειρα του… Κοσανόβα”.

“Του πλοίου που πήρε από εσένα τ’ όνομά του;” έκραξε η Ρίνα.

“Εντάξει! Εγώ δανείστηκα τ’ όνομά μου από το πλοίο, κι όχι εκείνο από εμένα” παραδέχτηκε αυτός. “Και δεν θα σας κρύψω ότι βαφτίστηκα από μόνος μου, μιας και τ’ αφεντικό μου είχε το νου του περισσότερο στις κρεμμυδόσουπες και τα σουβλάκια θαλασσινών, παρά σ’ εμένα”.

“Και τότε ποιο είναι το αληθινό σου όνομα;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Κβα Σιμόδο. Προτιμώ όμως το Κοσανόβα, επειδή είναι πιο εύηχο”.

“Κι απ’ όλα τα φαγητά που μας αράδιαζες κατά καιρούς;” ρώτησε η Μοδέστα. “Δοκίμασες κανένα; Ή τα έβγαλες κι αυτά από το μυαλό σου;”

“Ούτε μπουκιά δεν έβαλα στο στόμα, αν κι είναι όλα αληθινά” ομολόγησε ο Κοσανόβα, που από τη ντροπή του ήταν έτοιμος να θάψει το κεφάλι του στο χώμα, μιμούμενος τους στρουθοκαμήλους. “Τα έτρωγα όλα με τα μάτια…”

“Πόσα ψέματα” μουρμούρισε η βατραχίνα.

“Πόσες χαμένες απολαύσεις!” σχολίασε η παπαγαλίνα.

“Εντάξει! Το παράκανα, δεν λέω! Μόνο πείτε μου σε τι μπορεί ν’ αλλάξει η μοίρα μας, τώρα που γνωρίζετε όλη την αλήθεια για μένα;” απόρησε ο Κοσανόβα.

Αν είμαστε ειλικρινείς πολλά μπορούν ν’ αλλάξουν, ετοιμάστηκε να πει ο Μιχαήλ. Προτού όμως μιλήσει, ακούστηκε ένα διαπεραστικό σφύριγμα πίσω από μια κοντινή συστάδα υδρόβιων φυτών, που του έκοψε τη λαλιά σαν μαχαίρι.

“Μπαμπά! Μπαμπά!” φώναξε ένα νεαρό αγόρι υστερικά. “Ρίξε άλλη μια φωτοβολίδα, μπαμπά! Νομίζω ότι είδα τον ιαγουάρο μου εκεί πίσω!”