Dienstag, 11. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 2

είσαι μιμητής;

Όταν συνήλθε η Ρίνα ο ήλιος είχε χαθεί πάλι από τον ουρανό, κι οι επισκέπτες της ημέρας είχαν όλοι αποχωρήσει από το πάρκο. Υποφέροντας από έναν τρομερό πονοκέφαλο, κι έχοντας ένα σκληρό καρούμπαλο στο κούτελο, η μικροκαμωμένη βατραχίνα τα έβαλε με τον εαυτό της.

“Τι την ήθελες την πρωινή γυμναστική, μου λες; Χάθηκε να κάνεις ασκήσεις ορθοφωνίας; Έλα. Για ξαναπροσπάθησε. Πες αργά και καθαρά: θέλω να γίνω μια σταρ… θέλω να γίνω μια σταρ… θέλω να γίνω μια σταρ… Και τώρα πες: θέλω να με λατρέψουν τα πλήθη…”

“Λάθος!” ακούστηκε άξαφνα μια βραχνή φωνή μέσα από το πυκνό φύλλωμα ενός θεόρατου τροπικού δέντρου.

“Τι;” έσκουξε η Ρίνα, κατακόκκινη από ντροπή που για δεύτερη φορά την ίδια μέρα κάποιο ζώο είχε κρυφακούσει την πιο εσώψυχη εξομολόγησή της.

“Λάθος, βέβαια” συνέχισε με στόμφο η μυστηριώδης φωνή. “Δεν έχεις ακούσει ότι δεν πρέπει να ρωτάς τι μπορεί να κάνει το πλήθος για σένα, αλλά τι μπορείς να κάνεις εσύ για το πλήθος;”

“Όχι”.

“Όχι;”

“Ε, δηλαδή, εννοώ…” πήγε να τα μαζέψει η Ρίνα.

“Εννοείς…;”

Ένας μιμητής! συμπέρανε αναπάντεχα η βατραχίνα, με κομμένη την ανάσα. Τι τυχερή που είμαι, μέσα στην ατυχία μου!

“Είσαι πράγματι…μιμητής;” ρώτησε ύστερα, κομπιάζοντας από την ταραχή της.

“Μιμητής;” επανέλαβε για άλλη μια φορά η βραχνή φωνή.

Το δίχως άλλο, σκέφτηκε ξανά η Ρίνα, νιώθοντας την καρδιά της έτοιμη να εκραγεί.

“Όπως έλεγα…” εξήγησε τότε μια φανταχτερή παπαγαλίνα, πέφτοντας σαν σαΐτα από το κλαρί που καθόταν στα πόδια της βατραχίνας, “για να σε λατρέψουν τα πλήθη, πρέπει πρώτα εσύ να τα μαγέψεις”.

“Με τα λόγια, σωστά;”

“Στην περίπτωσή σου, εξυπακούεται”.

“Δεν κατάλαβα. Γιατί;”

“Θέλει και ρώτημα; Επειδή δεν έχεις το κατάλληλο σουλούπι!”

Έτσι υπερόπτες είναι όλοι οι μιμητές; αναρωτήθηκε η Ρίνα, καταπίνοντας με δυσκολία την προσβολή για τη σωματική της διάπλαση.

“Και τι έχει το σουλούπι μου;” ρώτησε συγχυσμένη.

“Τι να λέμε τώρα…” είπε η παπαγαλίνα, κουνώντας το λυγερό της σώμα δεξιά κι αριστερά, σαν να χρειαζόταν προθέρμανση για όσα θα της αράδιαζε.

“Όχι, να πούμε. Γιατί να μην πούμε! …Είναι πολλά;”

“Μόνο πολλά;”

Με τον εγωισμό της κουρελιασμένο, η Ρίνα δεν ήθελε και πολύ για να κάνει μεταβολή και να τρέξει να κρυφτεί στις σκιές και τα σκοτάδια που μια ζωή τώρα της προσέφεραν φιλοξενία. Αν όμως έκανε κάτι τέτοιο, θα κλωτσούσε μια μοναδική ευκαιρία. Για το λόγο αυτό έδωσε τόπο στην οργή και τη ντροπή που ένιωθε και, τεντώνοντας όσο περισσότερο μπορούσε το κυρτό κορμί της, ζήτησε από την παπαγαλίνα να της διδάξει πώς να γοητέψει τους επισκέπτες του πάρκου. 

Όπως εξήγησε τότε εκείνη, υπήρχαν τρία βασικά κριτήρια επιτυχίας για τα ζώα που επεδίωκαν να γίνουν αρεστά στους ανθρώπους: η φυσική ομορφιά, η περιποίηση και η θυσία. Και για να της το κάνει πιο λιανά, ξεκίνησε να συγκρίνει τον εαυτό της με τη Ρίνα.

“Ας πάρουμε εμένα σαν παράδειγμα φυσικής ομορφιάς, κι εσένα σαν παράδειγμα φυσικής ασχήμιας” ξεκίνησε να λέει, χωρίς ίχνος ευαισθησίας. “Πρώτον: εγώ έχω μια καλλίγραμμη σιλουέτα με τέλειες αναλογίες, ενώ εσύ κουβαλάς στην πλάτη σου μια ολόστραβη καμπούρα! Δεύτερον: εγώ έχω δύο σαγηνευτικά κόκκινα φτερά με κίτρινες, πορτοκαλί και μπλε ανταύγειες, ενώ εσύ έχεις δύο αποκρουστικά κόκκινα μάτια! Τρίτον: χρειάζεται; Δεν χρειάζεται! Φαντάσου μόνο πως θα έβγαινες αν σε φωτογράφιζαν με τα πεταχτά σου μάτια, την πράσινη καμπούρα σου και την κίτρινη κοιλιά σου. Θέλει και ρώτημα; Σαν τέρας!” είπε η παπαγαλίνα, κι αφού έκανε μια βαθιά υπόκλιση, της συστήθηκε με περίσσιο στόμφο: “Μοδέστα, η Ξακουστή”.

“Μπα” είπε η Ρίνα χολωμένη. “Δεν νομίζω να σ’ έχω ακούσει”.  

“Κι αν συνεχίσεις να μη μ’ ακούς, δεν πρόκειται ποτέ ν’ ακούσεις τα κλικ-κλικ των φωτογραφικών μηχανών. Ούτε τα επιφωνήματα θαυμασμού του κόσμου. Όμως τώρα φτάνει! Αρκετά με απασχόλησες. Έχω να φτιάξω τα φτερά μου για αύριο. Να ξεκουράσω τη φωνή μου, τα μάτια μου, το κορμί μου. Με άλλα λόγια, έχω να περιποιηθώ τον εαυτό μου”.

“Το δεύτερο κριτήριο, σωστά;”

“Σωστά” απάντησε η Μοδέστα, ανοίγοντας τα εντυπωσιακά φτερά της για να πετάξει μακριά.

“Στάσου! Πού πας;” φώναξε η Ρίνα, θέλοντας να μάθει και το τρίτο κριτήριο. “Δεν μου είπες ακόμα για τη θυσία που χρειάζεται, για να σ’ αγαπήσει ο κόσμος”.

“Σ’ αρέσει να τρως;” τη ρώτησε τότε η παπαγαλίνα.

“Πως!”

“Κακώς!”

“Γιατί;”

“Γιατί θα πρέπει να το ράψεις” είπε η Μοδέστα, δείχνοντας με την άκρη του φτερού της το πλατύ στόμα της Ρίνας.

“Εντελώς;”

“Είσαι που είσαι άσχημη κι απεριποίητη. Αν δεν κάνεις και μια θυσία, τι ελπίδα έχεις ν’ αποκτήσεις έστω κι ένα θαυμαστή;”

“Ενώ εσύ θα έχεις—”

“Τόνους από δαύτους!” κορδώθηκε η Μοδέστα. “Με κυνηγάνε όλη μέρα! Έρχονται καταπάνω μου με τις τσέπες γεμάτες λαχταριστούς σπόρους και ξηρούς καρπούς. Χούφτες ολόκληρες αφήνουν στα πόδια μου, για μία μόνο πόζα. Μα εγώ δείχνω χαρακτήρα! Ακούς; Αν και θέλω να καταβροχθίσω και το τελευταίο σπυρί, δεν το κάνω για να μη χαλάσω τη σιλουέτα μου. Αυτό θα πει να θυσιάζεσαι για το σκοπό της ζωής σου.”

“Και ποιος ακριβώς είναι αυτός;”

“Μα… να σε λατρεύουν!”

Τα λόγια της παπαγαλίνας έβαλαν σε σκέψεις τη βατραχίνα. Οι εμπειρίες της Μοδέστας ήταν σίγουρα πολύτιμες, αφορούσαν όμως ζώα που ήταν από φυσικού τους όμορφα. Αυτό που ενδιέφερε τη Ρίνα ήταν να μάθει τι μπορούσαν να κάνουν όλα τ’ άλλα ζώα, όσα δηλαδή δεν είχαν κληρονομήσει τις τέλειες αναλογίες ή τον πιο αρμονικό συνδυασμό χρωμάτων. Δεν υπήρχε άραγε κάτι πιο απλό και πρακτικό που θα μπορούσε να κάνει μια συνηθισμένη βατραχίνα, ώστε να δανειστεί λίγη από τη γοητεία μιας παπαγαλίνας σαν τη Μοδέστα;

“Πλαστική χειρουργική, ίσως” ήταν η απάντηση της παπαγαλίνας. “Αλλά γι’ αυτήν θα πρέπει να ρωτήσεις τους ανθρώπους. Και για να γίνει αυτό, πρέπει πρώτα να τους κάνεις να σε προσέξουν”.

“Αυτό είναι το πιο απλό;”

“Ακριβώς”.

“Και το πιο πρακτικό;”

“Να ρουφήξεις μέσα το στομάχι”.

“Αυτό, ναι. Γίνεται!” ενθουσιάστηκε η βατραχίνα, ρουφώντας αμέσως προς τα μέσα την κοιλιά.

“Και την καμπούρα” συμπλήρωσε η Μοδέστα. “Κι αν τα καταφέρεις, ρούφα και τις πεταχτές ματάρες σου μέχρι να επιστρέψουν στο πρόσωπό σου!”

“Μα γίνονται αυτά;”

“Αν δεν είσαι από τη φύση σου όμορφη, ξεγέλα τη φύση παριστάνοντας την όμορφη!”

“Εντάξει, το ‘πιασα” είπε η Ρίνα. “Για να γοητέψω κάποιον, πρέπει να τον κοροϊδέψω. Έτσι μόνο θα γίνω κι εγώ μια μέρα μια σταρ πρώτου μεγέθους σαν κι εσένα”.

“Λάθος!” ακούστηκε εκείνη τη στιγμή μια τρίτη, βροντερή φωνή, ψηλά πάνω από τα κεφάλια των άλλων δύο.

“Ωχ, ο Μιχαήλ!” στράβωσε απότομα η παπαγαλίνα, αναγνωρίζοντας από τη φωνή κάποιον γνωστό της.

Κι άλλος μιμητής, είπε από μέσα της κι η βατραχίνα, παρακολουθώντας με θαυμασμό ένα μικρόσωμο πίθηκο με μακριά ουρά να κατεβαίνει από ένα δέντρο με πανέμορφα μπλε άνθη, εκτελώντας μια σειρά από περίτεχνες ακροβατικές φιγούρες.

“Ξέρω, ξέρω” είπε βιαστικά στον πίθηκο η Ρίνα, μόλις εκείνος ήρθε και στάθηκε μπροστά της. “Πρέπει να το ρίξω στη γυμναστική, αν θέλω να δυναμώσουν τα πόδια μου και να περπατήσω κι εγώ μια μέρα σαν άνθρωπος. Σωστά;”

“Τρελάθηκες;” φώναξε αυτός, με μια φωνή δυσανάλογα δυνατή για το μέγεθός του. “Αυτός είναι ο στόχος σου; Να μοιάσεις σε κάποιον άλλο;”

“Και τι να κάνω τότε;”

“Κοίτα να βελτιώσεις τον εαυτό σου…”

“Μα δεν ισιώνει η καμπούρα μου! Ούτε θα μπουν ποτέ τα πεταχτά μου μάτια μέσα στις κόγχες τους!”

“Δεν εννοώ την εξωτερική εμφάνιση” είπε ο Μιχαήλ, λοξοκοιτώντας προς τη μεριά της Μοδέστας. “Εννοώ ν’ αναγνωρίσεις και να καλλιεργήσεις τις αρετές του χαρακτήρα σου, έτσι ώστε ν’ αγαπήσεις εσύ πρώτη και καλύτερη τον εαυτό σου”.

Και χωρίς να χάσει χρόνο της παρουσιάστηκε ο ίδιος σαν παράδειγμα. Σαν πίθηκος-κράχτης που ήταν, ήταν από τη φύση του πιο τεμπέλης από τ’ άλλα πρωτεύοντα ξαδέλφια του, μιας και το είδος του βολευόταν στη ρουτίνα της καθημερινής ζωής. Έτσι όμως οι πίθηκοι-κράχτες δεν εκμεταλλεύονταν τα χαρίσματα που τους είχε δώσει η φύση, με συνέπεια να παραμελούν συχνά τους εαυτούς τους. Γι’ αυτό κι εκείνος δεν έχανε ευκαιρία να φωνάξει λίγο πιο δυνατά, να τρέξει λίγο πιο γρήγορα, ή να πηδήξει λίγο πιο μακριά. Και πάνω απ’ όλα, να χορέψει με την ψυχή του.

“Τρελαίνομαι για το χορό!” της φώναξε, κι άρχισε μια ξέφρενη χορευτική επίδειξη, που περιλάμβανε από κλακέτες και πιρουέτες μέχρι ένα σύντομο αλλά ιδιαίτερα παθιασμένο ταγκό, με παρτενέρ την ίδια τη Ρίνα.

“Το χάρηκες;” ρώτησε μόλις την άφησε ξανά κάτω.

“Ναι” του απάντησε εκείνη ζαλισμένη, και με τη γλώσσα έξω.

“Είδες λοιπόν πως μπορείς να γίνεις πραγματικό αστέρι; Όχι εντυπωσιάζοντας τους άλλους, αλλά εντυπωσιάζοντας τον ίδιο σου τον εαυτό…”

Μόνη το ίδιο βράδυ, κι ενώ διέσχιζε ένα από τα πολλά μονοπάτια που ξετυλίγονταν σαν κουβάρια στο εσωτερικό του πάρκου, η Ρίνα ξανασκέφτηκε όλα όσα της είχαν πει η παπαγαλίνα κι ο πίθηκος. Από τη μια χαιρόταν για τις γνώσεις που είχε αποκομίσει, αλλά από την άλλη στενοχωριόταν, καθώς η μέθοδος της Μοδέστας θυσίαζε την απόλαυση του καθημερινού φαγητού, ενώ η μέθοδος του Μιχαήλ της προκαλούσε απίστευτη κούραση και ζάλη.

Και γιατί, αναρωτήθηκε, δεν μπορούσε ν’ αγαπηθεί όπως ήταν; Τι σημασία είχε αν καμπούριαζε πριν από κάθε πήδο; Αν κουβαλούσε λίγη κοιλίτσα παραπάνω; Ή αν τα μάτια της ήταν κατακόκκινα και πεταχτά σαν ντοματάκια; Άραγε δεν ξεχώριζε αρκετά από τα υπόλοιπα ζώα χάρη σ’ αυτές τις ιδιαιτερότητές της, ώστε ν’ αξίζει της προσοχής των ανθρώπων;

Κάνοντας αυτούς τους συλλογισμούς, η Ρίνα άρχισε να χοροπηδάει από χαρά της, νιώθοντας για πρώτη φορά ευτυχισμένη που είχε γεννηθεί βατραχίνα. Ξαφνικά όμως, μια νέα σκέψη την έκανε να χάσει τη διάθεσή της.

Καλή και άγια η διαφορετικότητά της, αλλά πώς θα την ανακάλυπταν οι πρωινοί επισκέπτες του πάρκου, όσο εξακολουθούσε να κοιμάται όλη μέρα και να κυκλοφορεί μονάχα τη νύχτα; 

Γυρεύοντας μια απάντηση, η Ρίνα περπάτησε για ώρα σκυθρωπή και με το κεφάλι χαμηλωμένο, ώσπου το μονοπάτι που είχε πάρει την έβγαλε στην όχθη του Αμαζόνιου ποταμού, μπροστά σε κάτι γιγάντιες προβλήτες που αντίκριζε για πρώτη φορά στη ζωή της.

“Ορίστε! Το βρήκα!” φώναξε δυνατά. “Θα περιμένω εδώ που δένουν τα πλοία μέχρι ν’ ανατείλει ξανά ο ήλιος. Έτσι, ακόμα κι αν με πάρει ο ύπνος, ο κόσμος που θα μας επισκεφτεί αύριο το πρωί θα με βρει μπροστά στα πόδια του!”

Και μ’ αυτή τη σκέψη πέρασε υπομονετικά τη νύχτα μέχρι που, λίγο πριν ξημερώσει, να βαρύνουν ξανά τα μάτια της και να την πάρει ο πιο γλυκός ύπνος της ζωής της.