Dienstag, 25. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 4

το χαβιάρι της ζωής


“Και τώρα” είπε ο Μιχαήλ στη βατραχίνα, “μπορείς ν’ ανοίξεις τα μάτια σου, γιατί επιβιβαστήκαμε”.

“Καλέ!” έκραξε η Μοδέστα. “Να τ’ ανοίξεις είπε. Όχι να τα φουσκώσεις σαν δύο κατακόκκινα μπαλόνια! Εσύ θα σκάσεις από τη χαρά σου. Και δεν έχεις δει τίποτα ακόμα. Που να συναντήσεις τον πρώτο σου άνθρωπο!”

Αν και είχε προσβληθεί ξανά, η Ρίνα δεν ένιωσε την παραμικρή διάθεση να κρατήσει μούτρα στην παπαγαλίνα. Η παρουσία της και μόνο πάνω στο ψηλότερο κατάστρωμα εκείνου του ποταμόπλοιου ήταν βάλσαμο για την ψυχή της. Τόσο μάλιστα, που είχε μείνει άφωνη.

“Πού...; Πού...; Πού...;” κατάφερε τελικά να τραυλίσει.

“Πού είναι το φαΐ;” συμπλήρωσε μια φωνή πίσω της.

Γυρίζοντας, τα τρία ζώα βρέθηκαν πρόσωπο με πρόσωπο με μια ομάδα τετράπαχων αρουραίων, τα χνώτα των οποίων μύριζαν πρόσφατα χωνεμένο φαγητό.

“Ατυχήσατε!” είπε ο πρώτος.

“Χάσατε!” είπε ο δεύτερος.

“Δεν έχετε ιδέα που μπαρκάρατε!” είπε ο τρίτος.

“Ούτε στο Μιζέρια ν’ ανεβαίνατε” είπε ο τέταρτος. “Ένα πλοίο που γέμιζε ακόμα και τ’ αμπάρια με επιβάτες, αντί να τα γεμίζει με τρόφιμα. Μήπως το έχετε ακουστά;”

“Ούτε στο Πείνα να βρισκόσασταν, το μόνο πλοίο στον κόσμο χωρίς αμπάρια!” είπε ο πέμπτος, γλύφοντας τα μουστάκια του.

“Χάλια, σας λέμε” πρόσθεσε με τη σειρά του ο έκτος, δείχνοντας τα χαλασμένα δόντια του. “Ξέρετε πώς σάπισαν; Από την έλλειψη τροφής…”

“Τι να σας λέμε τώρα” συμπλήρωσε ο έβδομος αρουραίος, σέρνοντας με κόπο την πρησμένη του κοιλιά στο πάτωμα. “Μη σας ξεγελάσει το μέγεθος του πλοίου. Ούτε τα εκτυφλωτικά φώτα. Εδώ πάνω η ζωή είναι μαύρη κι άραχλη. Έχουν κάτι πελώρια λουκέτα στ’ αμπάρια τους αυτοί εδώ που δεν ανοίγουν με τίποτα. Κι ό,τι περισσεύει από κάθε γεύμα το πετάνε στον ποταμό, για να το φάνε τα ψάρια. Λες και πεθαίνουν της πείνας τα σκασμένα”.

“Ε, εσείς! Τι κάνετε εδώ πάνω; Γυρίστε γρήγορα στις αποθήκες!” ακούστηκε ξαφνικά μια νέα φωνή, που έτρεψε σε φυγή τους χοντρούς αρουραίους.

Μπερδεμένοι ακόμα από τα λόγια των αρουραίων, ο Μιχαήλ, η Ρίνα κι η Μοδέστα έκαναν για δεύτερη φορά μεταβολή, χωρίς όμως να μπορέσουν να δουν κανέναν τούτη τη φορά ανάμεσα στις άδειες καρέκλες και τα τραπέζια του καταστρώματος.

“Εδώ!” ξανάκουσαν τότε, πιο κοντά. “Εδώ, σας λέω, πάνω στην πρώτη καρέκλα! Για κοιτάξτε καλύτερα…”

“Ααα!” αναφώνησαν κι οι τρεις, διακρίνοντας ένα άγνωστο ζώο, που έμοιαζε με διασταύρωση σαύρας και δράκοντα, και το οποίο είχε τα ίδια ακριβώς χρώματα με την καρέκλα.

“Με είδατε; Μπράβο σας. Και τώρα; Πού είμαι;” τους ξαναρώτησε πηδώντας από την καρέκλα, για να χαθεί από μπροστά τους σαν να είχε κάνει μάγια.

“Ε…”

“Εδώ, πολύτιμες τρούφες μου! Εδώ μπροστά σας είμαι. Πάνω στο κατάστρωμα!” συνέχισε το παράξενο ζώο, μοστράροντας το νέο του χρώμα, που ήταν ίδιο με αυτό του ξύλινου καταστρώματος.

“Μα, ποιος είσαι;” ρώτησε ο Μιχαήλ.

“Με λένε Κοσανόβα, και είμαι το χαβιάρι της ζωής!”

“Τι είσαι;”

“Το χαβιάρι της ζωής, φυσικά!”



“Άκου να δεις, πως-σε-λένε” πετάχτηκε η Μοδέστα, “αν δεν μιλήσεις τη γλώσσα μας, δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε. Τι είναι το χαβιάρι; Θα μας εξηγήσεις;”

“Είναι το πιο ακριβό φαγητό του κόσμου. Μαζί με τις τρούφες, κάποια σπάνια μύδια, στρείδια, και τα λοιπά, και τα λοιπά, και τα λοιπά…”

“Και τι σε κάνει τόσο μοναδικό, μου λες;” θέλησε να μάθει η Μοδέστα.

“Οι ατέλειωτες μεταμορφώσεις μου! Όπως είδατε, μπορώ κι αλλάζω χρώματα ανάλογα με τα κέφια μου. Ακριβώς όπως κάνουν κι οι άνθρωποι, δηλαδή”.

“Άρα είσαι κι εσύ ένας μιμητής!” είπε με ενθουσιασμό η Ρίνα. “Όμως γιατί δεν κυκλοφορεί ψυχή στο κατάστρωμα; Ο Μιχαήλ κι η Μοδέστα υποσχέθηκαν να με γνωρίσουν στον κόσμο. Μου έδωσαν το λόγο τους ότι, έστω και για ένα βράδυ, θα νιώσω κι εγώ σαν μια πραγματική σταρ!”

“Σταρ, είπες; Ορίστε σταρ! Πρώτου μεγέθους” έδειξε αμέσως τον εαυτό του ο Κοσανόβα. “Εγώ είμαι το χαβιάρι των σταρ! Για δείτε…” τους προέτρεψε να τον ακολουθήσουν μέχρι την πλησιέστερη σωσίβια λέμβο, πάνω στην οποία ήταν γραμμένο με κεφαλαία γράμματα τ’ όνομα του πλοίου. “Τι γράφει εδώ; Ξέρετε να διαβάζετε; Όχι; Δεν πειράζει. Θα σας το συλλαβίσω εγώ: Κο-σα-νό-βα! Είδατε; Από εμένα πήρε τ’ όνομά του το πλοίο! Ποιος ξέρει; Σε λίγο, ακόμα κι αυτός ο ποταμός μπορεί ν’ αλλάξει όνομα, και να λέγεται προς τιμήν μου Κοσανόβα. Καλό δεν ακούγεται; Ο ποταμός Κοσανόβα... διασχίζει την τροπική ζούγκλα του Κοσανόβα... για να καταλήξει στο Δέλτα του Κοσανόβα... Τι περιμένετε λοιπόν; Θαυμάστε με πριν την ώρα της απόλυτης δόξας μου!”

“Καλά εσύ, αλλά μ’ εμένα τι γίνεται;” ρώτησε με αγωνία η Ρίνα, που δεν ήθελε να ξημερωθούν στο άδειο κατάστρωμα, χωρίς η ίδια να συναντήσει έστω κι έναν άνθρωπο. “Δεν είναι ώρα να γνωρίσω κι εγώ λίγο από τον θαυμαστό αυτό κόσμο;”

“Κόσμο τον λες εσύ αυτόν;” τη ρώτησε ο Κοσανόβα, καρφώνοντας τη βατραχίνα με τα μάτια του, που ήταν ακόμα πιο γουρλωτά από τα δικά της.

“Και τι να τον πω;”

“Πίτσα”.

“Πίτσα;”

“Και πιο συνηθισμένο από πίτσα”.

“Πιο συνηθισμένο από πίτσα;” ξαναρώτησε η βατραχίνα, χωρίς να τολμήσει να ρωτήσει τι είναι η πίτσα που ανέφερε ο Κοσανόβα.

“Πεσ’ τον καλύτερα μακαρόνια!”

“Μακαρόνια, ε;”


“Και μάλιστα νερόβραστα!”

“Και μάλιστα νερόβραστα…” επανέλαβε η Ρίνα, εντυπωσιασμένη, όσο  και μπερδεμένη, από τις γνώσεις του ιδιόρρυθμου οικοδεσπότη τους.

Εκείνη τη στιγμή μια ορχήστρα άρχισε να παίζει σάμπα σ’ ένα από τα κάτω σαλόνια του πλοίου, στρέφοντας την προσοχή όλων στο ρυθμό της μουσικής. Οι νότες, ανάλαφρες και χαρωπές, ξεχύνονταν μέσα στη νύχτα σαν αναρίθμητες πεταλούδες, σαστίζοντας με την ομορφιά τους τον Μιχαήλ, τη Ρίνα και τη Μοδέστα.

“Ξέρω τι σκέφτεστε” είπε αμέσως ο Κοσανόβα. “Ακούτε τη μουσική, φαντάζεστε μια ορχήστρα να παίζει στην άκρη ενός μεγάλου σαλονιού, ένα πλήθος να χορέψει, και λέτε από μέσα σας πώς είναι δυνατόν να υπάρχει κάτι πιο εντυπωσιακό από αυτόν εδώ τον κόσμο. Σωστά; Ε, λοιπόν, υπάρχει! Όλα αυτά τα φώτα, η μουσική, οι χοροί, τα γέλια κι οι φωνές δεν είναι τίποτα, μα τίποτα σας λέω, μπροστά σε—”

“Τι;” είπαν κι τρεις μαζί.

“Α, πα, πα!” είπε ο Κοσανόβα, κάνοντας να φύγει από κοντά τους. “Εσείς εντυπωσιάζεστε ακόμα με όλα αυτά. Συγνώμη, άγουρές μου μελιτζάνες. Έκανα λάθος που άνοιξα το στόμα μου. Αλλά βλέπετε, έτσι είμαι εγώ. Κουβαρντάς στα λόγια. Γενναιόδωρος στις κουβέντες. Όμως ως εδώ. Κάθε συνταγή έχει και τα μυστικά της…”

“Άκου να δεις, χαβιάρι!” διαμαρτυρήθηκε η Μοδέστα. “Αν υπάρχει κάτι καλύτερο απ’ όλα αυτά, κάτι πιο σπουδαίο, πιο σπάνιο και μοναδικό από το Πάρκο της Άγριας Φύσης και τους τουρίστες που μας επισκέπτονται καθημερινά, απαιτώ να το μάθω!” 

Υπάρχει κάτι που δεν μπορείτε ούτε καν να τ’ ονειρευτείτε, αν δεν το ζήσετε πρώτα” είπε τότε ο Κοσανόβα, ανεβαίνοντας πάνω σ’ ένα ψηλό τραπέζι, έτσι ώστε με φόντο τον ουρανό με τα εκατομμύρια άστρα να μεταμορφωθεί κι ο ίδιος σ’ έναν υπέρλαμπρο γαλαξία. “Υπάρχει το Ρίο! Το χαβιάρι της διασκέδασης και της καλοπέρασης!”

“Δηλαδή;” ρώτησαν ο Μιχαήλ, η Ρίνα κι η Μοδέστα.

“Δηλαδή το πιο διάσημο, εκθαμβωτικό καρναβάλι στον κόσμο! Σας μιλάω για μια ολόκληρη πόλη που παίρνει μέρος στο πιο ξέφρενο γλέντι που μπορείτε να φανταστείτε! Σας μιλάω για το Ρίο, όπου οι άνθρωποι ξεκινούν τις προετοιμασίες για το επόμενο καρναβάλι, με το που θα τελειώσει το προηγούμενο! Εκεί όπου καθένας ζει τ’ όνειρό του! Να τι υπάρχει εκεί έξω” είπε ο Κοσανόβα, δείχνοντας με την ουρά προς ένα απροσδιόριστο σημείο του σκοτεινού ορίζοντα.  

Φαντάζομαι τις στολές! Θα πρέπει να είναι όλες στην κόψη της μόδας, σκέφτηκε αμέσως η Μοδέστα.

Φαντάζομαι τους χορούς! Θα μπορώ να μάθω τόσα από τους καλύτερους χορευτές του κόσμου, σκέφτηκε ο Μιχαήλ.

Φαντάζομαι πως εκεί κι αν είναι που δεν θα με προσέξει ούτε ένας, σκέφτηκε κι η Ρίνα μελαγχολικά, χαμηλώνοντας το κεφάλι. Θα είναι όλοι τόσο κουρασμένοι από τους χορούς, που μόλις σκοτεινιάσει θα πέφτουν ξεροί για ύπνο.

“Και πώς πάει κανείς σε αυτό το Ρίο;” ρώτησε ύστερα ο Μιχαήλ. “Είναι πολύ μακριά από εδώ;”

“Δεν είναι η απόσταση που μετράει, αλλά η απόφαση” είπε με μια δόση μυστηρίου ο Κοσανόβα.

“Εγώ, πάντως, δεν έχω κανένα πρόβλημα να ταξιδέψω με αυτό το ποταμόπλοιο όσο χρόνο και να πάρει μέχρι να φτάσουμε στον προορισμό μας” πετάχτηκε η Μοδέστα, σίγουρη ότι θα μονοπωλούσε το ενδιαφέρον των επιβατών για όλο το ταξίδι.

“Το πλοίο αυτό δεν πηγαίνει στο Ρίο, ροδοψημένη αστακίνα μου. Μπορώ όμως να σε πάω εγώ σ’ αυτό. Τον ξέρω καλά το δρόμο. Μια ευθεία είναι όλη κι όλη. Λοιπόν; Τι λες;”

“Βίρα τις άγκυρες, πασατέμπε της ζωής μου!”

“Για ένα λεπτό, πιτσουνάκια μου!” μπήκε σφήνα ανάμεσα στη Μοδέστα και τον Κοσανόβα ο Μιχαήλ. “Και ποιος μας βεβαιώνει ότι το Ρίο υπάρχει στ’ αλήθεια;”

“Εγώ!” είπε ο Κοσανόβα.

“Και τι ξέρουμε για σένα, για να σ’ εμπιστευθούμε;”

“Μα είναι το χαβιάρι της ζωής!” είπαν μαζί η Ρίνα κι η Μοδέστα.

Τι κι αν ο Κοσανόβα περίγραψε κατόπιν με το νι και με το σίγμα κάθε άρμα, κάθε χορευτή και κάθε χορεύτρια, κάθε μουσικό και κάθε στολή που ορκιζόταν ότι είχε δει να περνάει από μπροστά του, αλλάζοντας μάλιστα και χρώματα αντίστοιχα με τις περιγραφές του; Τι κι αν τους υποσχέθηκε ότι το Ρίο ήταν ένα ουράνιο τόξο από χρώματα; Ένα ατέλειωτο ποτάμι ευφορίας; Ένα ασταμάτητο ρυθμικό καρδιοχτύπι; Όσο περισσότερα άκουγε ο Μιχαήλ για το Ρίο, τόσο λιγότερο ενθουσιαζόταν με την ιδέα να εγκαταλείψουν το πάρκο τους.

Και θα παρέμενε ανυποχώρητος μέχρι τέλους, αν δεν πρόσεχε κάποια στιγμή ότι από τα κατακόκκινα, γουρλωμένα μάτια της Ρίνας, άρχισαν να τρέχουν δάκρυα μεγάλα σαν κορόμηλα, μόλις η βατραχίνα άκουσε ότι ο κόσμος στο καρναβάλι του Ρίο συνέχιζε να χορεύει, να τραγουδάει και να ξεφαντώνει το ίδιο ξέφρενα ακόμα και τα βράδια.