Dienstag, 18. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 3


ένα ποταμόπλοιο σαν γιγάντια πυγολαμπίδα


Δυστυχώς για τη Ρίνα, όταν ξύπνησε πάλι κατά το σούρουπο της επόμενης μέρας, αντί ν’ αντικρύσει γύρω της ένα σωρό περίεργους επισκέπτες, αντίκρισε για μια ακόμα φορά την Μοδέστα και τον Μιχαήλ.

“Πού είναι ο κόσμος;” τους έβαλε τις φωνές, μόλις κατάλαβε ότι είχε ξυπνήσει μακριά από την όχθη του ποταμού. “Και τι γυρεύω εγώ εδώ;”

“Εμείς σε φέραμε” της είπε ο πίθηκος, παίζοντας χαρωπά με την ουρά του.

“Και γιατί το κάνατε αυτό; Με ρωτήσατε εμένα; Ή μήπως φοβηθήκατε ότι οι επισκέπτες του πάρκου θα ξόδευαν όλα τους τα φιλμ πάνω μου, και δεν θα έμενε ούτε μια πόζα για τους δυο σας;"

“Μα αν δεν σε παίρναμε από εκεί που κοιμόσουν, με το που θα αποβιβάζονταν οι πρώτοι τουρίστες θα σε ποδοπατούσαν” εξήγησε ο Μιχαήλ.

“Σαν ένα πρασινοκίτρινο χαλάκι με δυο κατακόκκινους λεκέδες!” συμπλήρωσε η Μοδέστα.

“Δηλαδή, τώρα μου λέτε ότι δεν κάνω ούτε για χαλάκι…” βούρκωσε η βατραχίνα.

“Καλέ! Πώς κάνεις έτσι;” απόρησε η παπαγαλίνα. “Δεν έχεις ακούσει ότι και για το χαλασμένο το πουγκί υπάρχει αγοραστής;”

“Κουκί, Μοδέστα” τη διόρθωσε αμέσως ο πίθηκος, κλείνοντας με τρόπο το μάτι στη Ρίνα, σαν να ήθελε να της πει ότι κάτι τέτοια λάθη θα έπρεπε να τα περιμένει κι από τους καλύτερους μιμητές.

“Τι πουγκί, τι κουκί. Αν είναι χαλασμένο, τι σημασία έχει…” είπε η Μοδέστα, κι ανοίγοντας τα μεγαλοπρεπή φτερά της πέταξε αμέσως μακριά.

Και πού να τον βρω εγώ αυτόν τον αγοραστή μέσα στη νύχτα; αναρωτήθηκε η Ρίνα λίγη ώρα αργότερα, έχοντας μείνει ξανά μόνη κι έρημη. Η μοίρα μου, κατά πως φαίνεται, είναι να τριγυρίζω στο δάσος όταν οι άνθρωποι δεν είναι εδώ.

“Άνθρωποι, άνθρωποι, είστε εδώ;” φώναξε με απελπισία όσο πιο δυνατά μπορούσε. “Ορίστε!” είπε έπειτα, καθώς δεν είχε λάβει καμιά απάντηση. “Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση. Δεν το συζητώ. Είμαι καταδικασμένη!”

Πέρασαν έτσι αρκετές μέρες, με τη βατραχίνα να πέφτει σε λήθαργο τα πρωινά και να ξυπνά ολοένα και πιο δυστυχισμένη τα βράδια. Ακόμα και τότε όμως δεν είχε το κουράγιο να περιπλανηθεί στο πάρκο, παρά έμενε ακίνητη κάτω από πλατιά φύλλα που κάλυπταν σαν μανδύες την καμπούρα της, ενώ κρατούσε τα κατακόκκινα μάτια της πεισματικά κλειστά, λες κι αυτό θα την ομόρφυνε κάπως.

Ώσπου ένα βράδυ με πανσέληνο, που έκανε τη νύχτα μέρα, άκουσε να τη φωνάζουν ξανά η παπαγαλίνα κι ο πίθηκος.

“Τι θέλετε πάλι;” αναστέναξε η βατραχίνα. “Να μου πείτε ότι πρότειναν να σας πάρουν μαζί τους οι άνθρωποι; Ή ότι υποσχέθηκαν να σας υιοθετήσουν;”

“Αχ, όχι ακόμα” αναστέναξε με τη σειρά της η Μοδέστα, που μέσα στο λευκό, χλωμό φως του φεγγαριού είχε ξεθωριάσει, κι από κόκκινη είχε γίνει ροζ. “Από το στόμα σου όμως, και στου γιατρού τ’ αυτί”.

“Στου Θεού, Μοδέστα! Στου Θεού τ’ αυτί” τη διόρθωσε ο Μιχαήλ, εξηγώντας ψιθυριστά στη Ρίνα ότι η παπαγαλίνα δεν θα είχε γίνει η μεγαλύτερη ατραξιόν του πάρκου αν δεν έκανε συνέχεια λάθος τις παροιμίες που της μάθαιναν οι θαυμαστές της.

“Που λες, Ρίνα, δεν θα το πιστέψεις!” φώναξε ύστερα ο πίθηκος, χοροπηδώντας τόσο ψηλά από τη χαρά του που κόντεψε ν’ αγγίξει το φεγγάρι. “Δεν θα το πιστέψεις, αλλά αυτό το βράδυ η κεντρική προβλήτα δεν είναι άδεια. Το πλοίο που έδεσε εκεί το μεσημέρι, δεν έφυγε ακόμα. Και το καλύτερο, Ρίνα μου; Είναι γεμάτο κόσμο! Ακούς; Ξεχειλίζει, σου λέω, από επισκέπτες! Να, λοιπόν, η ευκαιρία σου. Φρόντισε μόνο να μην τη χάσεις”.

Λες να είναι πράγματι έτσι; είπε από μέσα της η βατραχίνα, μόλις έφτασε μαζί με τους δύο αταίριαστους συνοδούς της στην κεντρική προβλήτα του πάρκου, κι αντίκρισε ένα μεγάλο, φωταγωγημένο ποταμόπλοιο, που αστράφτε μέσα στη νύχτα σαν γιγάντια πυγολαμπίδα.



“Πω, πω, πω...” κατάφερε μόνο να ψελλίσει, πνιγμένη από συγκίνηση, καθώς δεν χόρταινε να κοιτάζει τα τρία καταστρώματα, τα δύο πανύψηλα φουγάρα, τ’ άπειρα φινεστρίνια, και τον τεράστιο πλαϊνό τροχό του πλοίου.

“Καλέ, δεν θα κλείσουμε μάτι όλη νύχτα!” φώναξε η Μοδέστα, που είχε μείνει εξίσου εντυπωσιασμένη από το θέαμα. “Τι περιμένετε; Πάμε!” έκραξε, κι ανοίγοντας τα φτερά της πέταξε χωρίς δεύτερη σκέψη προς το αριστερό φουγάρο του πλοίου.

“Έλα!” πρότεινε τότε ο Μιχαήλ στη Ρίνα. “Πήδα στην πλάτη μου και θα φροντίσω να σε ανεβάσω εγώ επάνω. Κρατήσου μόνο γερά” την προειδοποίησε, μόλις εκείνη ανέβηκε στον αριστερό του ώμο. “Και για να μη μου ζαλιστείς, κλείσε για λίγο τις δυο πανέμορφες ματάρες σου και φαντάσου τον εαυτό σου περιτριγυρισμένο από ανθρώπους!”