Dienstag, 4. Januar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 1

σκέψου να μην έβγαινε ξανά ο ήλιος

Ξημέρωνε πάλι στο Πάρκο της Άγριας Φύσης, βαθιά στο τροπικό δάσος του Αμαζόνιου ποταμού, και τα νυχτόβια ζώα γύριζαν στις φωλιές τους λέγοντας νυσταγμένα “καλημέρα” το ένα στο άλλο, όπως λένε “καληνύχτα” όσοι πηγαίνουν για ύπνο τα βράδια.

Μόνο η Ρίνα, η μικρόσωμη βατραχίνα με την πράσινη πλάτη, την κίτρινη κοιλιά και τα κατακόκκινα μάτια δεν έλεγε να κοιμηθεί ακόμα. Παρότι ένιωθε τα βλέφαρά της να βαραίνουν και το κορμί της να γέρνει σαν εκκρεμές, πάλευε να κρατηθεί ξύπνια με το ζόρι. Τόσο καιρό τώρα άκουγε για τους περίφημους επισκέπτες του πάρκου από τ’ άλλα ζώα, που ήθελε επιτέλους να τους γνωρίσει κι η ίδια. Να ήταν άραγε αλήθεια όλα όσα λέγονταν γι’ αυτούς; Ότι δηλαδή έρχονταν στο πάρκο από τις τέσσερις άκρες του κόσμου, μόνο και μόνο για να τα θαυμάσουν; Ότι οι πρώτοι από τους επισκέπτες έφταναν με την ανατολή του ήλιου, ανυπόμονοι και βιαστικοί, ενώ οι τελευταίοι έφευγαν λίγο πριν τη δύση, ανικανοποίητοι για όσα δεν είχαν προλάβει να δουν; Να ήταν αλήθεια ότι ξεκινούσαν από την όχθη του ποταμού, όπου έδεναν τα πλοία, για ν’ αλωνίσουν στην κυριολεξία το πάρκο; Κι ότι έκαναν σαν τρελοί κάθε φορά που συναντούσαν κι από ένα νέο ζώο, όσο συνηθισμένο ή ασυνήθιστο κι αν ήταν αυτό; Τέλος, να ήταν αλήθεια ότι η μεγαλύτερη χαρά τους δεν ήταν να φωτογραφίσουν απλά τα ζώα, αλλά να βγουν και μια φωτογραφία μαζί τους;

“Δεν πιστεύω να κοιμάσαι;” είπε στον εαυτό της η Ρίνα, νιώθοντας να κουτουλάει από την κούραση. “Ξύπνα! Ξύπνα, σου λέω!” μουρμούρισε θυμωμένα. “Πρέπει να μείνεις ξύπνια, αν θες να γίνεις κι εσύ μια σταρ, σαν τα υπόλοιπα ζώα της ζούγκλας. Για πόσο ακόμα θα τριγυρνάς μόνη μέσα στις σκιές και τα σκοτάδια; Δεν μπούχτισες; Δεν θες να βγεις κι εσύ στο λαμπρό φως της ημέρας; Να σε πάρουν κι εσένα στο κυνήγι, για να σε βγάλουν και μία, και δύο, και τρεις φωτογραφίες;”

Όσο όμως και να το ήθελε, δεν της ήταν εύκολο να τα βάλει με την ίδια της τη φύση. Είτε της άρεσε, είτε όχι, ήταν μια νυχτόβια βατραχίνα. Και τα νυχτοπερπατήματά της δεν τη βοηθούσαν να κρατηθεί ξύπνια μετά το πρώτο φως του ήλιου.

“Σκέψου!” ψιθύρισε λίγο αργότερα στον εαυτό της, γλιστρώντας σ’ ένα μεθυστικό λήθαργο. “Σκέψου να μην έβγαινε ξανά ο ήλιος. Σκέψου πόσο διαφορετική θα ήταν η ζωή. Όπου κι αν κοίταζες, θ’ αντίκριζες μόνο αστέρια. Και δεν θα υπήρχαν διαχωρισμοί. Όλα τα ζώα θα ήταν νυχτόβια, όπως κι όλοι οι άνθρωποι πάνω στη γη. Αχ, ναι… τότε κι εσύ θα είχες μια ελπίδα να γίνεις επιτέλους αντιληπτή!”

“Ναι, καλά…” ακούστηκε ξαφνικά μια μακρόσυρτη φωνή.

“Ποιος—ποιος μίλησε;” ρώτησε η Ρίνα, τρίβοντας τα μάτια της.

“Εγώ” απάντησε ένας παχύδερμος τάπιρος, πίσω από ένα μπανανόδεντρο.

“Και τι θες;”
 
“Εγώ δεν θέλω τίποτα” είπε αυτός, χωρίς να βγαίνει από την κρυψώνα του. “Εσύ είσαι αυτή που θέλεις την προσοχή όλου του κόσμου”.
  
“Για ένα λεπτό!” είπε η Ρίνα, ενοχλημένη που έπρεπε να μοιραστεί τ’ όνειρό της μ’ έναν άγνωστο. “Τόσο κακό είναι αυτό;”
  
“Ν’ αποζητάς λίγη προσοχή πού και πού, όχι. Να την επιθυμείς από το πρωί έως το βράδυ, ναι” της αποκρίθηκε ο τάπιρος, ξύνοντας την κοιλιά του στον κορμό ώστε, από το έντονο ταρακούνημα, να πέσει στο έδαφος ένα τσαμπί ώριμες μπανάνες. “Βλέπεις, για να γίνεις πραγματικά δημοφιλής με τους ανθρώπους, πρέπει να μεταμορφωθείς σε κάτι άλλο από αυτό που είσαι τώρα”.

Τα λόγια του τάπιρου κέντρισαν αμέσως την περιέργεια της βατραχίνας. Άρχισε λοιπόν να χοροπηδάει προς τη μεριά του, ανυπομονώντας να μάθει περισσότερα.

“Στοπ! Μακριά από τις μπανάνες!” φώναξε εκείνος, χωρίς ωστόσο να το κουνήσει ρούπι από τη θέση του για να τις υπερασπιστεί, αν κι ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος από τη βατραχίνα.

“Χάρισμά σου οι μπανάνες! Εγώ μόνο τις γνώσεις σου θέλω να τρυγήσω” έκραξε η Ρίνα, μ’ ένα χαμόγελο που έφτανε μέχρι τ’ αυτιά.   

“Καλά, μη χαίρεσαι και πολύ” την προειδοποίησε ο τάπιρος, φυσώντας τη μικρή του προβοσκίδα σαν να ήταν βουλωμένη τρομπέτα. 

“Γιατί;”

“Γιατί θα πρέπει να γίνεις μιμητής τους”.

“Μιμη… τι;”

“Μιμητής. Όπως οι παπαγάλοι, που μιμούνται τις κουβέντες των επισκεπτών του πάρκου. Ή οι πίθηκοι, που μιμούνται τις κινήσεις τους”.

“Τι λες!” ενθουσιάστηκε η Ρίνα. “Αυτό είναι όλο;”

Αυτό είναι όλο;” απόρησε αυτός, λοξοκοιτώντας την. “Αυτό είναι σαν να πουλάς την ψυχή σου στους ανθρώπους. Και για να κερδίσεις τι; Δεκαπέντε λεπτά δόξας;”

“Μιλάς σοβαρά;” γούρλωσε τα πεταχτά της μάτια η βατραχίνα. “Δεκαπέντε ολόκληρα λεπτά; Καθημερινά; Πες μου μόνο τι να κάνω! Εμπρός! Ξεκίνα!”

“Ναι, καλά…” είπε φυσώντας ξανά την προβοσκίδα του ο ντροπαλός τάπιρος, κι αφού πήρε μια βαθιά ανάσα, πετάχτηκε από την κρυψώνα του, άρπαξε με τα δόντια το τσαμπί με τις μπανάνες, και το έβαλε βιαστικά στα πόδια, αφήνοντας τη Ρίνα πάλι μόνη.

Αυτό ήταν, σκέφτηκε τότε εκείνη. Δεν έχω παρά να μιμηθώ τους ανθρώπους για να με λατρέψουν. Πόσο δύσκολο να είναι; Απ’ όσα λέγονται γι’ αυτούς, περπατάνε στα δύο αντί στα τέσσερα. Κι εγώ ήδη ξέρω να χοροπηδάω στα πίσω πόδια. Σιγά το πράγμα.

“Εμπρός!” φώναξε δυνατά. “Για να περπατήσεις σταθερά στα πίσω πόδια, όπως οι αυριανοί θαυμαστές σου, θα πρέπει να στρωθείς στη γυμναστική. Τι κάθεσαι και χαζεύεις;”

Άρχισε έτσι να κάνει επιτόπια άλματα στον αέρα, πηδώντας ολοένα και ψηλότερα, ώσπου σηκώθηκε τόσο ψηλά που βάρεσε το κεφάλι της σ’ ένα σκληρό κλαδί, κι έπεσε ξερή στο χώμα.