Dienstag, 8. März 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 10

μια θέση κάτω από την τρίτη


  Δεν χρειάστηκε παρά τρεις σάλτους για να βρεθεί στο κατάστρωμα ο Μιχαήλ. Ύστερα, αφού έριξε μια ματιά και βεβαιώθηκε πως ήταν μόνος, ανέβηκε γρήγορα από μια στενή ξύλινη σκάλα στη γέφυρα του καπετάνιου, και τρύπωσε στην καμπίνα από ένα μισάνοικτο παραθυράκι.

Σαν κλέφτης που δεν τον ενδιέφεραν τ’ αντικείμενα αλλά οι γνώσεις, σκάλισε ένα προς ένα τα σκόρπια χαρτιά, τους χάρτες και τα ημερολόγια που κείτονταν παντού τριγύρω, θέλοντας να σιγουρευτεί ότι το πλοίο είχε για προορισμό το Ρίο. Μα όσο περισσότερο έψαχνε, τόσο περισσότερο άρχισε ν’ ανησυχεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά.

Κάθε βιβλίο, φυλλάδιο, τεφτέρι και κατάστιχο που ξεφύλλιζε ήταν γεμάτο από απαίσια μικροσκοπικά ορνιθοσκαλίσματα, ενώ στο πάνω μέρος κάθε σελίδας υπήρχε ζωγραφισμένο με κάθε λεπτομέρεια κι από ένα διαφορετικό ζώο της ζούγκλας.



Φυλλομετρώντας τους τόμους με τη βοήθεια ενός μεγεθυντικού φακού, ο Μιχαήλ διέκρινε ιαγουάρους, αλιγάτορες, μυρμηγκοφάγους, νυχτερίδες, τάπιρους, πεταλούδες, ανακόντα, οσελότους, πιράνχα, φλαμίνγκο, πούμα, γεράκια, ταμαρίνδους, δασύποδες, βραδύποδες, παπαγάλους, ταραντούλες, πίθηκους, χελώνες, γύπες, οπισθοκόμους, ψαροφάγους, βόες, βατράχια, τρυγόνες, σαύρες, χέλια, σκορπιούς, μάινες, και πλήθος άλλων ερπετών, αμφίβιων, θηλαστικών, πουλιών και ψαριών που ο ίδιος δεν γνώριζε.

Ζαλισμένος από το πολύ διάβασμα, έκλεισε κάποια στιγμή τα τετράδια και τα βιβλία, χωρίς να έχει μάθει τίποτε παραπάνω απ’ όσα ήξερε και προτού ανέβει στο πλοίο. Κι αφού έβαλε σε μια τάξη τα χαρτιά, τα όργανα πλοήγησης και τα προσωπικά αντικείμενα του πλοιάρχου που ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί, έδωσε ένα νέο πήδο και βγήκε πάλι έξω.

Μόλις σιγουρεύτηκε πως ήταν ακόμα μόνος, ξεκίνησε ένα ταχύτατο γύρο στο κατάστρωμα, ψάχνοντας για μια πόρτα, ένα παράθυρο ή μια καταπακτή, απ’ όπου θα μπορούσε να τρυπώσει στο εσωτερικό του πλοίου, για να ρωτήσει τα ίδια τα ζώα που πήγαιναν. Και πάλι όμως, όσο κι αν έψαξε, ακόμα και με τη βοήθεια του μεγεθυντικού φακού που είχε πάρει μαζί του για κάθε ενδεχόμενο, δεν κατάφερε να βρει ούτε μια τόση δα ανοικτή χαραμάδα.

“Μα, καλά” αναρωτήθηκε, παρατηρώντας έκπληκτος τη γλίτσα και τη βρώμα που κάλυπταν όλο το πλοίο. “Αν αυτό είναι το κατάστρωμα της πρώτης θέσης, πώς θα είναι οι καμπίνες και το σαλόνι της τρίτης; Και πού έχουν στοιβάξει τα ζώα; Μια θέση κάτω από την τρίτη; Ή ακόμα πιο κάτω;”

Χωρίς να μπορεί να δώσει μια ικανοποιητική απάντηση στον εαυτό του, πέρασε προσεκτικά πάνω από τα καλώδια, τα σκοινιά, τις αλυσίδες, τις εφεδρικές άγκυρες και τα βίντσια που ήταν μπλεγμένα εδώ κι εκεί, κι αφού έριξε μια ανήσυχη ματιά σε κάθε ξεχαρβαλωμένο κλουβί και κάθε φθαρμένη παγίδα που ανακάλυψε παραπεταμένα σε μιαν άκρη, πήρε με βαριά καρδιά την απόφαση να επιστρέψει στους συντρόφους του. 

Την τελευταία στιγμή όμως, κι ενώ ήταν έτοιμος να δώσει ένα πήδο και να βρεθεί πάλι στη στεριά, φρέναρε απότομα.

“Όχι” είπε αποφασιστικά. “Δεν μπορώ να πάρω τους άλλους στο λαιμό μου. Πρέπει να μάθω οπωσδήποτε που πηγαίνει το πλοίο. Και πάνω απ’ όλα, πρέπει να μάθω αν αυτοί εδώ οι άνθρωποι είναι τόσο φιλόζωοι, όσο παρουσιάζονται στα γραπτά τους”.

Τύλιξε τότε την άκρη της ουράς του στο κάγκελο της κουπαστής, σφήνωσε το μεγεθυντικό φακό στο δεξί του μάτι, και με μια βαθιά ανάσα κρεμάστηκε ανάποδα έξω από το πλοίο. Κατάφερε έτσι να αιωρηθεί πάνω από τα νερά του ποταμού, με κίνδυνο της ζωής του, και να φτάσει στο πιο κοντινό φινιστρίνι.

Άπλυτο και λιγδιασμένο όπως ήταν, το έτριψε καλά καλά προτού κολλήσει τη μούρη του στο τζάμι. Εκείνη την ώρα, άξαφνα, ακούστηκε από το τροπικό δάσος ένα μακρόσυρτο σφύριγμα, κι έπειτα από λίγο άναψε ψηλά στον ουρανό μια λευκή φωτοβολίδα, που έκανε τη νύχτα μέρα.

“Αμάν!” ξέφυγε τότε του Μιχαήλ. 

Αυτό που πρόλαβε να δει, μέχρι να πέσει η φωτοβολίδα στα νερά του ποταμού και να σβήσει, του πάγωσε το αίμα.

Ιαγουάροι, αλιγάτορες, μυρμηγκοφάγοι, νυχτερίδες, τάπιροι, πεταλούδες, ανακόντα, οσελότοι, πιράνχα, φλαμίνγκο, πούμα, γεράκια, ταμαρίνδοι, δασύποδες, βραδύποδες, παπαγάλοι, ταραντούλες, πίθηκοι, χελώνες, γύπες, οπισθοκόμοι, ψαροφάγοι, βόες, βατράχια, τρυγόνες, σαύρες, χέλια, σκορπιοί, μάινες, και πλήθος άλλων ζώων που ο ίδιος δεν είχε ξανανταμώσει στη ζωή του, ήταν δεμένα σε πασσάλους ή κλεισμένα σε στενά κλουβιά και δεξαμενές μ’ ελάχιστο νερό, αιχμάλωτα σ’ ένα αμπάρι που δεν είχε θέση σε κανένα πλοίο αυτού του κόσμου.