Dienstag, 1. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 5

τα θηρία



“Μπορείς ακόμα ν’ αλλάξεις γνώμη” ψιθύρισε ο Μιχαήλ στη Μοδέστα αργά την άλλη μέρα, καθώς στέκονταν για λίγο σιωπηλοί μπροστά στο φράκτη που χώριζε το Πάρκο της Άγριας Φύσης από τη ζούγκλα του Αμαζόνιου. “Ξέρεις, για να κάνουμε μεταβολή και να γυρίσουμε πίσω. Δεν είναι πολύ αργά. Άλλωστε εσύ κι εγώ δεν έχουμε ανάγκη το Ρίο. Εσύ έχεις τους δικούς σου θαυμαστές στο πάρκο, που δεν σε αφήνουν σε χλωρό κλαδί όλη μέρα. Κι εγώ δεν χρειάζομαι κανέναν. Γι’ αυτό σου λέω, Μοδέστα, έχεις ακόμα λίγο χρόνο για ν’ αλλάξεις γνώμη. Και να με βοηθήσεις να λογικέψουμε τη Ρίνα”.

“Τι λες, καλέ; Εδώ που φτάσαμε;” απόρησε εκείνη, υπολογίζοντας με το μάτι πόσο ψηλά έπρεπε να πετάξει για να ξεπεράσει μ’ επιτυχία το πρώτο ουσιαστικό εμπόδιο που βρέθηκε στο δρόμο τους όλη μέρα.

“Μα δεν φτάσαμε πουθενά” παρατήρησε ο πίθηκος. “Τώρα ξεκινάμε!”

“Καλά, καλά” έκραξε χαρωπά η παπαγαλίνα, κι ανοίγοντας τα θεσπέσια φτερά της πέρασε με χαρακτηριστική άνεση απέναντι.

“Λοιπόν; Τι περιμένεις;” ήρθε και σκούντησε στη συνέχεια τον Μιχαήλ ο Κοσανόβα, δείχνοντας με μια παντομίμα τον τρόπο με τον οποίο ο πίθηκος έπρεπε να σκαρφαλώσει στο συρματόπλεχτο φράκτη. “Πες μου μόνο από που σε βολεύει να πιαστώ…”

Βρε, μπελάς που με βρήκε, σκέφτηκε για μια στιγμή ο Μιχαήλ. Δεν φτάνει που κάνω το χαμάλη για χάρη της Ρίνας, η οποία δεν έχει σταματήσει να κοιμάται στον αριστερό μου ώμο από την ώρα που ξεκινήσαμε. Τώρα θα φορτωθώ και δεύτερο επιβάτη στην πλάτη μου. Δεν πειράζει όμως. Κι αυτό εκπαίδευση είναι. Γυμναστική για να δυναμώνουν οι μύες. Ώστε όταν με το καλό φτάσουμε στον προορισμό μας, να μπορώ να πάρω μαθήματα από τους καλύτερους δάσκαλους χορού του καρναβαλιού.

Έτσι λοιπόν ο Μιχαήλ πήρε και τον Κοσανόβα στην πλάτη του κι άρχισε να σκαρφαλώνει το φράκτη. Στα μισά της αναρρίχησης όμως, εντελώς απροσδόκητα, εκείνος τον άρπαξε από το λαιμό, εκλιπαρώντας τον να μην ανέβει ούτε σπιθαμή παραπάνω.

“Μα πώς κάνεις έτσι;” είπε ο πίθηκος, ξαφνιασμένος. “Τι φοβάσαι; Και να πέσουμε, που δεν πρόκειται να πέσουμε δηλαδή, τι θα γίνει; Θα σηκωθούμε και θα ξανανέβουμε. Αλλοίμονο αν μας σταματήσει ένα τόσο χαμηλό εμπόδιο. Έχω ανέβει εγώ σε κάτι δέντρα ίσαμε δέκα και είκοσι φράχτες ψηλά. Και βάλε…”

“Μα δεν καταλαβαίνεις! Εγώ δεν είμαι σαν κι εσένα. Εγώ υποφέρω από ιλίγγους!” εξήγησε ο Κοσανόβα, που είχε πάρει στο μεταξύ το χρώμα του πιθήκου, εξαιτίας της σωματικής τους επαφής. “Γύρνα πίσω, σου λέω! Πού πας;”

“Στο Ρίο, φυσικά” του φώναξε ο Μιχαήλ, έχοντας φτάσει ήδη στην κορυφογραμμή του συρματοπλέγματος.

“Ποιο Ρίο;” έβαλε τότε τις φωνές ο Κοσανόβα, τρέμοντας σαν τη φλόγα στον άνεμο. “Άσε το Ρίο και πάμε πίσω στο πλοίο!”

“Συγνώμη;”

“Άσε τη συγνώμη κι άλλαξε αμέσως γνώμη!”

Κάτι δεν πάει καλά εδώ, αναλογίστηκε ο Μιχαήλ. Και για τρομάξει τον Κοσανόβα και να τον αναγκάσει να του εξηγηθεί καλύτερα άρχισε να ρίχνει το βάρος του μία μπρος και μία πίσω, λες και κινδύνευε να χάσει την ισορροπία του και να πέσει από το φράχτη.

“Μα δεν με λυπάσαι; ” τον ικέτευσε ο Κοσανόβα, δαγκώνοντας τη γλώσσα του από την ταραχή του. “Κατέβασέ με σου λέω, και θα σου πω…”

“Όχι, να μου πεις τώρα! Υπάρχει ή δεν υπάρχει το Ρίο;”

“Ναι…” απάντησε διστακτικά εκείνος.

“Είσαι σίγουρος;”

“Όχι…”

“Α, δεν μου τα λες καλά, Κοσανόβα! Δεν μου τα λες καθόλου καλά!”

“Μα δεν μπορώ να στα πω διαφορετικά!”

“Τότε κι εγώ δεν μπορώ να σε κατεβάσω κάτω” είπε ο Μιχαήλ, αρπάζοντάς τον από την ουρά, γυρίζοντάς τον ανάποδα και κουνώντας τον πέρα δώθε στο κενό σαν να τίναζε ένα σακούλι.

Ακόμα κι έτσι όμως ο Κοσανόβα δεν ήταν συνεπής στις απαντήσεις του. Την μία έδινε το λόγο του ότι το Ρίο υπήρχε, και την αμέσως επόμενη έπαιρνε το λόγο του πίσω. Αυτό συνεχίστηκε για αρκετή ώρα, ώσπου ο Μιχαήλ δεν άντεξε άλλο κι έδωσε ένα τέλος στο πήγαινε-έλα του Κοσανόβα. Αλλάζοντας έπειτα τακτική, με σκοπό να τον καλοπιάσει, πέρασε γρήγορα από την άλλη πλευρά του φράκτη και ξεκίνησε την κατάβασή του προς το έδαφος.

“Μα καλά, εσύ δεν μιλούσες για το Ρίο σαν να το είχες ζήσει;” τον ξαναρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. “Τι απέγινε το περίφημο ουράνιο τόξο; Το ποτάμι της ευφορίας; Το ρυθμικό καρδιοχτύπι;”

“Ε, να…” κόμπιασε ο Κοσανόβα, σαν να γινόταν μια πάλη μέσα του, ανάμεσα στη δύναμη που του έλεγε να μιλήσει και στη δύναμη που του έλεγε να σωπάσει. “Ισχύουν και τα δύο…”

“Και πώς γίνεται αυτό;”

Αντί όμως να δώσει μια ευθεία απάντηση, ο Κοσανόβα τινάχτηκε από την πλάτη του πιθήκου κι έσκασε με δύναμη στο μαλακό χώμα, χωρίς ευτυχώς να πάθει τίποτα. Τράπηκε ύστερα σε φυγή, με τη μακριά του γλώσσα ν’ ανεμίζει ξοπίσω του σαν λάβαρο, μέχρι που άκουσε τον Μιχαήλ να του υπόσχεται ότι δεν θα του έκανε άλλες ερωτήσεις, κι ότι θα τον άφηνε στην ησυχία του.

“Σίγουρα;” ρώτησε ο Κοσανόβα.

“Έχεις το λόγο της τιμής μου” απάντησε ο Μιχαήλ. “Κι εγώ το δικό μου το λόγο τον κρατάω πάντα”.

Μετά από αυτό το συμβιβασμό τα ζώα συνέχισαν την πορεία τους μέσα στην ζούγκλα χωρίς διάθεση για πολλές κουβέντες. Κι όταν νύχτωσε, συμφώνησαν να ξαπλώσουν όλοι μαζί σ’ ένα μικρό ξέφωτο, μιας κι ο Κοσανόβα αρνιόταν να πλαγιάσει ψηλά σε κάποιο δέντρο, όπου θα ήταν σίγουρα πιο ασφαλείς, εξαιτίας της υψοφοβίας του. 

“Καλέ, κοιμηθείτε ήσυχοι!” τους διαβεβαίωσε η Ρίνα, που είχε στο μεταξύ ξυπνήσει. “Θ’ αναλάβω εγώ καθήκοντα νυχτοφύλακα μέχρι να βγει ξανά ο ήλιος”.

“Σίγουρα;” την ρώτησαν.

“Μα τι να λέμε τώρα…”

“Να σ’ εμπιστευθούμε δηλαδή ότι δεν θα το βάλεις στα πόδια, με το που θ’ ακούσεις τον παραμικρό θόρυβο;” επέμεινε η Μοδέστα.

“Αλλοίμονο!”

“Και πως μόλις δεις την πρώτη ύποπτη κίνηση θα μας ξυπνήσεις αμέσως όλους;” συμπλήρωσε ο Μιχαήλ.

“Θα έχω τα μάτια μου δεκατέσσερα!”

“Στο λόγο σου;”

“Στο λόγο μου!” είπε από καρδιάς η Ρίνα.



Παρόλα αυτά, η βατραχίνα δεν κατάφερε να μείνει για πολύ στο πλευρό των συντρόφων της. Με τη σκέψη κολλημένη στο Ρίο, τους άφησε να κοιμούνται του καλού καιρού και ξεκίνησε να κάνει κύκλους γύρω από το ξέφωτο, σαν να την τραβούσε ένας πανίσχυρος μαγνήτης. Περιπλανήθηκε έτσι για ώρα μέσα στην ήσυχη ζούγκλα, ώσπου απομακρύνθηκε τόσο πολύ από τους άλλους που έπαψε ν’ ακούει το ροχαλητό τους.

“Μα τι βουβαμάρα είναι αυτή;” αναρωτήθηκε κάποια στιγμή απελπισμένη. “Αν είμαστε στο σωστό δρόμο, γιατί δεν ακούγεται ούτε μια νότα μουσικής ή ένας στίχος τραγουδιού από το καρναβάλι; Λες τελικά να μην γλεντάνε οι άνθρωποι τα βράδια στο Ρίο; Ή ακόμα χειρότερα, λες—λες να έχουμε χαθεί;” είπε μ’ ένα τρέμουλο στη φωνή.

“Κι αν δεν έχουμε χαθεί, γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα μονοπάτι σ’ αυτά τα μέρη;” διαμαρτυρήθηκε αργότερα, όταν στην προσπάθειά της να πηδήξει πάνω από έναν πεσμένο κορμό, έφαγε ένα τόσο ισχυρό χαστούκι από ένα πανύψηλο φυτό με μακρόστενα φύλλα σαν ρακέτες, που λίγο έλειψε να μείνει στον τόπο. “Ολόκληρο Ρίο και να μην έχει ένα τόσο δα στρωμένο δρομάκι; Μα είναι δυνατόν;”

Σκύβοντας τότε το κεφάλι πήρε το δρόμο του γυρισμού με τον τυφλό θυμό ενός ταύρου που τα έβλεπε όλα γύρω του κόκκινα. Πάνω στη βιασύνη της όμως παραπάτησε ξανά, με αποτέλεσμα να δεχτεί ένα δεύτερο χτύπημα κατευθείαν στο δεξί μάτι από ένα φυτό με κάτι μπλε άνθη στο σχήμα των γαντιών του μποξ.

Σ’ αυτά τα μαύρα χάλια, μ’ ένα πρόσωπο πρησμένο από τα χτυπήματα και μια καρδιά ραγισμένη από τις απογοητεύσεις, επέστρεψε επιτέλους στο μέρος όπου είχε αφήσει τον Μιχαήλ, τη Μοδέστα και τον Κοσανόβα να κοιμούνται. Μόνο που φτάνοντας εκεί την περίμενε άλλη μία άσχημη έκπληξη.

“Αμάν!” ξεροκατάπιε, στέκοντας ολομόναχη στο ερημωμένο ξέφωτο. “Μα πού μπορεί να πήγαν όλοι τους;” αναρωτήθηκε, διακρίνοντας με τη βοήθεια του καλού, αριστερού της ματιού μοναχά τρία μικρά λοφάκια, το ένα δίπλα στο άλλο, στο σημείο όπου είχαν πέσει για ύπνο οι φίλοι της. “Δεν μπορεί! Δεν θα έφευγαν έτσι, χωρίς να με γυρέψουν, αν… κάτι δεν τους τρόμαζε… κάτι φοβερό… κάτι… κάτι… που δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι!”

Τρομαγμένη, σκαρφάλωσε τότε στο ψηλότερο από τα τρία λοφάκια κι άρχισε να φωνάζει βοήθεια, δίνοντας κάθε φορά κι από ένα μεγαλύτερο επιτόπιο πήδο. Και δεν θα σταμάταγε να ξεσηκώνει τη ζούγκλα με τις κραυγές της, αν δεν ένιωθε ξαφνικά το μαλακό χώμα να υποχωρεί κάτω από τα πόδια της, σωριάζοντάς την φαρδιά πλατιά χάμω.

Το σάστισμά της έγινε ακόμα μεγαλύτερο όταν μέσα από τα τρίμματα της γης αναδύθηκε δίπλα της ο Μιχαήλ, φανερά ζαβλακωμένος και με το σώμα του γεμάτο κόκκινα στίγματα. Κάνοντάς της νόημα πως δεν μπορούσε ακόμα να μιλήσει, ο πίθηκος πήρε μερικές βαθιές ανάσες, κι αφού συνήλθε άρχισε να ξύνει με μανία όλο του το κορμί.

“Να ρωτήσω τι συνέβη;” είπε η Ρίνα διστακτικά.

“Αργότερα” της φώναξε ο Μιχαήλ, διώχνοντας από πάνω του και τα τελευταία χώματα. “Πρώτα πρέπει να ξεθάψουμε τους άλλους. Αλλιώς θα τους κατασπαράξουν!”

“Τα—τα—τα… θηρία;” ρώτησε έντρομη η βατραχίνα, φέροντας στο μυαλό τα μεγαλύτερα σαρκοβόρα αρπακτικά της ζούγκλας.

“Τα αιμοβόρα μυρμήγκια που μας επιτέθηκαν, Ρίνα! Αυτά που εσύ, προφανώς, δεν πήρες είδηση. Σαν να πέρασαν κάτω από τη μύτη σου. Γι’ αυτό άσε τα λόγια, και ξεκίνα να σκάβεις!”

“Αμέσως…” απάντησε η βατραχίνα, γεμάτη ενοχές. “Αλλά δεν ξέρω πόσο θ’ αντέξω. Βλέπεις έχω γυρίσει τη μισή ζούγκλα απόψε. Άσε που έφαγα και το ξύλο της ζωής μου…”

“Ίσως να σου άξιζε. Μην ανησυχείς πάντως. Μπορείς να κοιμηθείς για μια ολόκληρη εβδομάδα πάνω στην πλάτη μου. Αλλά όχι προτού ξεθάψεις τον Κοσανόβα” την προειδοποίησε ο Μιχαήλ, φτυαρίζοντας και με τα τέσσερα τα χώματα που σκέπαζαν τη Μοδέστα.

Χύνοντας ποτάμια από ιδρώτα, η Ρίνα κι ο Μιχαήλ κατάφεραν τελικά ν’ ανασύρουν ζωντανούς τους άλλους δύο από τους τάφους τους και να τους απομακρύνουν όπως όπως από το επικίνδυνο ξέφωτο. Κι αφού τους βοήθησαν να συνέλθουν, ανέβηκαν όλοι μαζί στο πιο χαμηλό κλαδί που μπορούσαν να βρουν (ώστε να μην τον πιάσει κανένας νέος ίλιγγος τον Κοσανόβα), ίσα ίσα για να μην ακουμπούν τα πόδια τους στη γη, κι έμειναν εκεί μέχρι να ξαναβρούν το χαμένο ηθικό τους.

“Αυτό που μου φαίνεται απίστευτο” είπε κάποτε η Ρίνα, “είναι ότι τα μυρμήγκια αυτά έχτισαν ολόκληρες φωλιές γύρω σας…”

“Όχι, εγώ αυτό δεν το βρίσκω και τόσο απίστευτο” απάντησε ο πίθηκος, ξεψειρίζοντας το σώμα του από τα τελευταία ενοχλητικά ζωύφια. “Αφού δεν χωρούσαμε στις υπόγειες στοές τους, ήταν λογικό να φτιάξουν από ένα λαγούμι στα μέτρα μας. Θα σου πω όμως τι είναι αυτό που δεν καταλαβαίνω εγώ” είπε γυρνώντας προς τη μεριά του Κοσανόβα. “Πώς γίνεται εμένα και τη Μοδέστα να μας πέθαναν στα τσιμπήματα, κι εσένα να μη σου άφησαν ούτε σημάδι!”