Dienstag, 8. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 6

σε ποιον θες να μοιάσεις από εδώ και πέρα;


“Είναι απλό” απάντησε ο Κοσανόβα στον Μιχαήλ. “Τα μυρμήγκια δεν μου άφησαν σημάδι επειδή εγώ είμαι ένας χαμαιλέοντας”.

Ένας χαμαιλέοντας!” επανέλαβε με στόμφο η Μοδέστα, χωρίς να έχει ιδέα τι εννοούσε ο Κοσανόβα. “Δηλαδή, σαν να λέμε…;”

“Ότι το μυστικό μου κρύβεται στις μεταμορφώσεις μου. Θα θυμάστε με τι ευκολία καμουφλαριζόμουν, τη βραδιά που γνωριστήκαμε πάνω στο πλοίο. Ε, αυτό έκανα και με τα μυρμήγκια. Μόλις με πλησίασαν πήρα το χρώμα τους, και τότε αυτά με πέρασαν για έναν …πολύ εύσωμο συγγενή τους”.

“Εκπληκτικό!” έκραξε η παπαγαλίνα. “Εμπρός! Λέγε πότε αρχίζουμε τα μαθήματα! Δεν το συζητώ. Θέλω οπωσδήποτε να μεταμορφωθώ σε βασίλισσα του καρναβαλιού μόλις φτάσουμε στο Ρίο”.

“Κι εγώ! Κι εγώ!” είπε από δίπλα η βατραχίνα.

“Καλά, αφήστε να φτάσουμε πρώτα στο Ρίο και βλέπουμε” είπε ο Μιχαήλ, η εμπιστοσύνη του οποίου στον Κοσανόβα είχε κλονιστεί από το επεισόδιο πάνω στο φράχτη.

“Ακριβώς” είπε κι ο χαμαιλέοντας, κάνοντας δυο βήματα πίσω. “Ας φτάσουμε στο Ρίο, και βλέπουμε…”

Όμως η Μοδέστα δεν είχε την υπομονή να περιμένει τόσο. Έτσι την επόμενη κιόλας μέρα, αφού καθάρισε και ίσιωσε τα τσαλακωμένα της φτερά, άρχισε να πετά γύρω από το κεφάλι του χαμαιλέοντα, απαιτώντας να μάθει όλα τα μυστικά του.

“Φτάνει πια, Μοδέστα!” της είπε κάποτε εκείνος, αφού τον είχε ζαλίσει για τα καλά. “Μα τι νομίζεις; Ότι είμαι ευτυχισμένος με τις απανωτές αλλαγές μου;”

“Ασφαλώς!” απάντησε με σιγουριά εκείνη.

“Ε, λοιπόν, κάνεις μεγάλο λάθος. Γιατί όταν κανείς μοιάζει τόσο πολύ στους άλλους, σημαίνει πως δεν έχει δική του προσωπικότητα. Κι ότι αυτό που επιθυμεί δεν είναι παρά αυτό που θέλουν οι άλλοι!”

“Έλα τώρα, πασατεμπάκι μου” του χαμογέλασε ναζιάρικα η Μοδέστα. “Δεν νομίζεις ότι υπερβάλλεις λίγο;”

“Καθόλου!” της φώναξε ο Κοσανόβα, τρομάζοντας ένα σμήνος πουλιών που είχαν κουρνιάσει στα κλαδιά ενός κοντινού δένδρου. “Γιατί άραγε λες ν’ ανέφερα το Ρίο το βράδυ της γνωριμίας μας; Επειδή όσο εσείς θέλατε να εντυπωσιάσετε τους ανθρώπους, άλλο τόσο θέλησα κι εγώ να εντυπωσιάσω εσάς!”

“Και το πέτυχες. Μπράβο σου. Πού λοιπόν είναι το κακό;”

“Το κακό, Μοδέστα, είναι ότι δεν ξέρω προς τα που πέφτει το Ρίο!”



“Μα—μα πώς μπόρεσες να μας το κάνεις αυτό;” ρώτησε ο Μιχαήλ, συγκρατώντας με κόπο τη Μοδέστα, που ήθελε να επιτεθεί στον Κοσανόβα και να τον ξεσκίσει με το γαμψό της ράμφος.

“Γιατί; Μπορούσα να κάνω και διαφορετικά; Το χάρισμά μου είναι η τιμωρία μου. Δυστυχώς δεν μεταμορφώνομαι μονάχα εξωτερικά, αλλά κι εσωτερικά. Γι’ αυτό κι όταν περάσαμε μαζί πάνω από το φράχτη, Μιχαήλ, κόντεψα να γίνω ειλικρινής κι αληθινός σαν κι εσένα. Θυμάσαι;”

“Ώστε καλά σ’ είχα υποψιαστεί!”

“Ακριβώς. Γι’ αυτό κι εγώ προσπάθησα να σε κρατήσω σε απόσταση. Για να μην τ’ αποκαλύψω όλα…”

“Αίσχος!” φώναξε τότε η Μοδέστα. “Ντροπή σου! Σου αξίζει… κι εγώ δεν ξέρω τι!” είπε και πέταξε γρήγορα στην κορυφή του δέντρου που είχαν εγκαταλείψει τ’ άλλα πουλιά, για να σκεφτεί καλύτερα τι τιμωρία άξιζε στον Κοσανόβα.

“Και τώρα;” ρώτησε με την ουρά κάτω από τα σκέλια ο χαμαιλέοντας.

“Τι να σου πω…” μουρμούρισε ο Μιχαήλ. “Άσε να ξυπνήσει η Ρίνα και βλέπουμε”.

Πέρασαν έτσι οι ώρες και βράδιασε ξανά. Κι όταν ξύπνησε η μικρή βατραχίνα, ο πίθηκος ανέλαβε με βαριά καρδιά να την ενημερώσει για τις εξελίξεις.

“Δηλαδή; Χαθήκαμε;” ψέλλισε αυτή μόλις έμαθε τα καθέκαστα.

“Όχι μόνο χαθήκαμε, αλλά και τα χάσαμε όλα!” έκραξε από την κορυφή του δέντρου της η Μοδέστα. “Τις μπάντες! Τ’ άρματα! Τις στολές! Τα φώτα! Τον κόσμο! Όλα, ακούς; Όλα!”

“Εκτός κι αν τραβήξουμε για τη Νέα Υόρκη” είπε κρυμμένος πίσω από έναν κορμό ο Κοσανόβα, μη μπορώντας ν’ αλλάξει εύκολα συνήθειες. “Στην πόλη που δεν κοιμάται ποτέ. Εκεί να δείτε! Θα τρίβετε τα μάτια σας από τα φώτα, τον κόσμο, τα ψηλά κτίρια—”

“Αυτό ξέχασέ το!” τον διέκοψαν αμέσως οι άλλοι.

“Και πού να πάμε τότε;”

“Στο Πάρκο της Άγριας Φύσης!” πρότεινε αμέσως η Μοδέστα.

“Στο Ρίο!” αντιπρότεινε η Ρίνα.

“Για ένα λεπτό” παρενέβη ο Μιχαήλ. “Ξέρεις μήπως εσύ, Ρίνα, πώς θα πάμε στο Ρίο;”

Όχι, υποχρεώθηκε να γνέψει εκείνη.

“Ξέρεις μήπως εσύ, Μοδέστα, πώς θα γυρίσουμε πίσω;”

“Όχι” ομολόγησε η παπαγαλίνα. “Αλλά ξέρω ότι ο κάμπος έφτασε στο χτένι!”

“Ποιος κάμπος, Μοδέστα;” έφριξε ο Μιχαήλ. “Ο κόμπος έφτασε στο χτένι! Και γι’ αυτό φταίτε εσείς, που είστε τόσο εγωίστριες. Μα είναι δυνατό να βάζετε τους εαυτούς σας πάνω από την ομάδα; Για ακούστε εδώ. Μπορεί να μην ξέρω που πέφτει το Ρίο ή το Πάρκο της Άγριας Φύσης, ξέρω όμως ότι μόνο ενωμένοι θα βγούμε από αυτήν εδώ τη ζούγκλα. Γι’ αυτό βάλτε στην άκρη τις διαφωνίες σας και σκεφτείτε το κοινό συμφέρον. Κι όσο για εσένα, Κοσανόβα, δεν έχεις παρά να σκεφτείς πολύ σοβαρά σε ποιον θέλεις να μοιάσεις από εδώ και πέρα…”