Montag, 28. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 9

ένα ποταμόπλοιο σχεδόν σαν του Κοσανόβα


Χάρη στον χαμαιλέοντα, τα τέσσερα ζώα κατάφεραν να ξεγλιστρήσουν από την παγίδα που τους είχαν στήσει οι αράχνες την τελευταία ακριβώς στιγμή. Τα βάσανά τους όμως δεν είχαν τελειωμό. Εξαντλημένα από το ατέλειωτο ταξίδι και φοβισμένα από τα κακά συναπαντήματα, άρχισαν με τον καιρό να παρουσιάζουν διάφορα περίεργα συμπτώματα. 

Χειρότερα απ’ όλους ήταν η Μοδέστα. Έχοντας μαδήσει η ίδια τα πούπουλα της ουράς της, κι έχοντας αφήσει άλλα τόσα κολλημένα στον ιστό των αραχνών, αισθανόταν πιο άσχημη από ποτέ. Στην αρχή, όποτε κοιταζόταν σε κάποιον νερόλακκο, έκλεινε απλά τα μάτια και φανταζόταν τον εαυτό της όπως ήταν πίσω στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. Όμορφη, δηλαδή, και λαμπερή σαν μια σταρ πρώτου μεγέθους. Όσο όμως περνούσαν οι μέρες υπέφερε ολοένα και πιο συχνά από παραισθήσεις που την έκαναν να πιστεύει πως ήταν στ’ αλήθεια πίσω στο πάρκο, με αποτέλεσμα να μιλά ώρες ατέλειωτες με φανταστικούς θαυμαστές πάνω σ’ ένα εξίσου φανταστικό κρουαζιερόπλοιο.

Ο Κοσανόβα, από την άλλη, έβλεπε στον ύπνο του πάντα τον ίδιο εφιάλτη: πως μαζεύονταν γύρω του όλα τα ζώα που είχε μιμηθεί στη ζωή του, απαιτώντας ν’ αποκτήσει επιτέλους τη δική του, ξεχωριστή προσωπικότητα. Έτσι δεν περνούσε νύχτα που να μην παράδερνε δεξιά κι αριστερά, φωνάζοντας συγχυσμένος “μη με πιέζετε!”, “δώστε μου χρόνο!”, “μια προσωπικότητα ψάχνω κι εγώ”, “τόσο εύκολο είναι;” ώσπου ανέπτυξε μια σειρά από νευρικά τικ που του έμειναν κουσούρι ακόμα και στο ξύπνιο του.

Μπροστά στη χαμένη ομορφιά της Μοδέστας και τη χαμένη προσωπικότητα του Κοσανόβα, η απώλεια του Μιχαήλ φάνταζε πραγματικά ασήμαντη στους άλλους. Για έναν πίθηκο-κράχτη όμως, η απώλεια της φωνής του ήταν μια τραυματική εμπειρία. Εκεί όπου άλλοτε ένας δικός του ψίθυρος ισοδυναμούσε με το ουρλιαχτό μιας ολόκληρης αγέλης ζώων, τώρα η λαλιά που έβγαινε από μέσα του δεν ακουγόταν πιο δυνατή από το βούισμα ενός εντόμου. Κι αυτό, βαθιά μέσα του, τον έκανε να αισθάνεται λιγότερο πίθηκος απ’ όσο ήταν άλλοτε.

Στον αντίποδα όλων αυτών βρισκόταν η Ρίνα. Ταξιδεύοντας ολημερίς στις πλάτες του πιθήκου, χωρίς να χάνει λεπτό από τον πρωινό της ύπνο, ξυπνούσε κάθε βράδυ ξεκούραστη κι ανανεωμένη. Κι ενώ είχε δώσει το λόγο της να στέκεται φρουρός πάνω από τον Μιχαήλ, τη Μοδέστα και τον Κοσανόβα όσο εκείνοι κοιμόντουσαν, ώστε να μην βρεθούν ξανά θαμμένοι ζωντανοί, ή και χειρότερα ακόμη, άρχισε κάποια στιγμή να ξεστρατίζει πάλι από πλάι τους. Ανυπομονώντας να φτάσει μια ώρα αρχύτερα στον προορισμό της, έψαχνε από εδώ και σκάλιζε από εκεί, αναζητώντας μ’ επιμονή κι υπομονή το κρυφό εκείνο πέρασμα που θα την έφερνε μπροστά από τις πύλες του Ρίο.

Μόνο που αυτό που ανακάλυψε ένα βράδυ με νέα σελήνη σ’ έναν απόμερο, ήσυχο παραπόταμο του Αμαζόνιου, δεν ήταν κανένα πλήθος ξέφρενων καρναβαλιστών, παρά ένα μοναχικό, θεοσκότεινο ποταμόπλοιο χωρίς ίχνος ψυχής πάνω του.

Αφού έμεινε κάμποση ώρα με το στόμα ανοικτό, σαν να μην μπορούσε να χωνέψει το αναπάντεχο θέαμα, έκανε απότομα μεταβολή, κι έτρεξε γρήγορα πίσω στους φίλους της, ξεσηκώνοντας τη μισή ζούγκλα με τις κραυγές της.  

“Ξυπνήστε!” τους φώναξε κι από κοντά, σαν να μην είχαν ήδη πεταχτεί στο πόδι. “Έχουμε επισκέψεις!”

“Να τους πεις να περιμένουν” είπε με την τσίμπλα στο μάτι η παπαγαλίνα. “Μέχρι το πρωί, ακούς;”

“Μα τότε μπορεί να έχουν φύγει” αποκρίθηκε η Ρίνα. “Πρέπει να τους συναντήσουμε τώρα! Τώρα αμέσως!”

“Όχι τώρα. Αποκλείεται” επέμεινε η Μοδέστα, αφήνοντας να της ξεφύγει ένα βαθύ χασμουρητό. “Πρέπει κι αυτοί να μάθουν να σέβονται κάποια πράγματα. Όπως τον ύπνο μου, για παράδειγμα, που με κρατάει πάντα τόσο όμορφη κι αστραφτερή. Επιτέλους, τι σόι θαυμαστές είναι, αν δεν μπορούν να δείξουν λίγη κατανόηση; Λες κι ό,τι κάνω, δεν το κάνω γι’ αυτούς αλλά για μένα!”

Διαπιστώνοντας με λύπη ότι η Μοδέστα παρέμενε χαμένη στον κόσμο της φαντασίας της, οι άλλοι τρεις κούνησαν απλά τα κεφάλια και βοήθησαν τον Μιχαήλ να την πάρει παραμάσχαλα, ώστε να ξεκινήσουν όλοι μαζί προς την ακροποταμιά όπου βρισκόταν αγκυροβολημένο εκείνο το περίφημο πλοίο.

“Λοιπόν;” ρώτησε η Ρίνα, μόλις έφτασαν κοντά. “Πώς σας φαίνεται; Δεν είναι σχεδόν σαν του Κοσανόβα;”

“Πλάκα μου κάνεις;” μουρμούρισε ο χαμαιλέοντας. “Αυτό δεν μοιάζει σε τίποτα με το δικό μου!”

“Μα, πως!” είπε η Ρίνα, γουρλώνοντας τα κατακόκκινα μάτια της. “Και φουγάρο έχει. Και γέφυρα του καπετάνιου έχει. Και κατάστρωμα έχει. Και φινιστρίνια έχει. Κι ένα τροχό στο πλάι έχει…”

“Όλα τα έχει, αλλά όχι όπως το δικό μου!” ξανάπε ο Κοσανόβα, κοιτώντας καχύποπτα το πλοίο. “Άσε που είναι πολύ μικρότερο από το δικό μου. Πού είναι τα τρία καταστρώματα του Κοσανόβα; Πού είναι τα διπλά φουγάρα; Τα φωτεινά φινεστρίνια; Οι αστραφτερές αίθουσες του χορού; Τα λαμπερά εστιατόρια; Τα πολυτελέστατα καθιστικά; Όχι, τηγανιτό μου κολοκυθολούλουδο. Αυτό εδώ είναι πολύ, πολύ πιο μικρό από το δικό μου πλοίο. Και πολύ, πολύ πιο παλιό”.

“Και πολύ, πολύ πιο παραμελημένο!” πετάχτηκε η Μοδέστα, με μια διαύγεια που οφειλόταν, το δίχως άλλο, στο ότι βρισκόταν ξανά σε απόσταση αναπνοής από τους αγαπημένους της ανθρώπους.  “Γιατί να μασάμε τα λόγια μας; Ο βήχας κι ο παράς δεν κρύβονται. Το ποταμόπλοιο του Κοσανόβα ήταν σκέτη αρχοντιά. Ψεγάδι δεν του έβρισκες. Ενώ αυτό εδώ είναι ένα σκέτο χάλι. Ορίστε! Κοιτάξτε το φουγάρο και πέστε μου ότι δεν είναι ετοιμόρροπο, έτσι όπως γέρνει προς τα πίσω. Αφού το έχουν δέσει από τρεις μεριές για να μην τους φύγει! Τι λέμε τώρα! Δείτε όμως και τον πλαϊνό τροχό. Οι μισές σανίδες του είναι σπασμένες. Απορώ πως ταξιδεύει ακόμα αυτό το πλοίο. Τι λέω; Απορώ πως επιπλέει! Και μιας και μιλάμε για αρχοντιά… θα μου πει κανείς πού είναι όλα τα φώτα;”

“Ε, πως!” διαμαρτυρήθηκε η Ρίνα. “Δεν είναι αναμμένη μια λάμπα εκεί ψηλά, στη γέφυρα του καπετάνιου;”

“Μία μόνο λάμπα;” συνέχισε η παπαγαλίνα, που είχε πάρει ξαφνικά τα πάνω της. “Τι να μου κάνει μία λάμπα; Να σου θυμίσω το εκτυφλωτικό φως του Κοσανόβα; Μα τι λέω. Δεν ήταν φως αυτό. Ο ίδιος ο ήλιος ήταν, που έκανε μπάνιο στο ποτάμι. Ξεχνιούνται αυτά, Ρίνα μου; Και κάτι τελευταίο: πού είναι ο κόσμος; Πού είναι το πλήρωμα; Βλέπει κανείς σας κανέναν;”

“Ησυχία!” είπε τότε ο Μιχαήλ.

“Ένα καράβι φάντασμα, να τι είναι!” συμπλήρωσε η Μοδέστα, θέλοντας ύστερα από καιρό να έχει ξανά τον τελευταίο λόγο.

“Σσσς!” ξανάπε ο πίθηκος, κάνοντάς νόημα να στήσουν αυτί στους πνιγμένους ήχους που άρχιζαν να βγαίνουν από το πλοίο. “Τ’ ακούτε κι εσείς; Τι λέτε να είναι; Κουβέντες; Γέλια; Τραγούδια;”

Πράγματι από τα σωθικά του πλοίου έβγαιναν σταδιακά όλο και περισσότεροι ήχοι, που όσο δυνάμωναν, τόσο γίνονταν πιο ξεκάθαροι και κατανοητοί στα τέσσερα ζώα.

“Εύκολο!” είπε πρώτη η Ρίνα. “Αυτά δεν είναι παρά βατράχια που κρώζουν!”

“Κι αυτοί ιαγουάροι που βρυχώνται” εξήγησε ο Κοσανόβα. “Έχω μιμηθεί εγώ τέτοιους…”

“Κι αυτά φλαμίγκο που ξελαρυγγιάζονται” είπε η Μοδέστα με το γνωστό υπεροπτικό της ύφος. “Και τ’ άλλα, τα κακόμοιρα, είναι παγόνια που—”

“Εντάξει, κατάλαβα” είπε τότε ο πίθηκος, χοροπηδώντας από τη χαρά του. “Τώρα όλα βγάζουν νόημα. Το ποταμόπλοιο που έχετε μπροστά σας, φίλοι μου, έχει ταλαιπωρηθεί από τα συνεχή ταξίδια! Κι όλα αυτά τα ζώα πρέπει να επιβιβάστηκαν σ’ αυτό—”

“Με προορισμό το καρναβάλι του Ρίο!” έκραξε η Ρίνα.

“Κι αν δεν είναι έτσι;” μουρμούρισε ο Κοσανόβα.

“Κι όμως! Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση” φώναξε ο Μιχαήλ με μια φωνή που θύμισε σ’ όλους τον παλιό, καλό του εαυτό. Και προτού προλάβει κανείς να τον σταματήσει, πετάχτηκε σαν ελατήριο κι έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε προς τη μεριά του πλοίου.