Dienstag, 15. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 7

ούτε ψύλλος στον κόρφο μου


Τις επόμενες μέρες τα τέσσερα ζώα περιπλανήθηκαν μέσα στη ζούγκλα σαν φαντάσματα σε ξένο σπίτι. Όποια κατεύθυνση κι αν πήραν, τους έβγαζε πάντα σε κάποιο αδιέξοδο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, είχαν να τα βάλουν και με τα στοιχεία της φύσης. Οι έντονες καταιγίδες που ξέσπαγαν χωρίς προειδοποίηση πλημμύριζαν τα ποτάμια, τους βάλτους και τους δασότοπους, υποχρεώνοντάς τους σε χρονοβόρες και κοπιαστικές αλλαγές πορείας, με αποτέλεσμα να χάνουν λίγο λίγο τις δυνάμεις τους.

Φαΐ, φυσικά, υπήρχε άφθονο γύρω τους. Δεν έτρωγαν όμως όλοι το ίδιο. Ο Μιχαήλ κι η Ρίνα, που ήταν συνηθισμένοι να συλλέγουν μόνοι την τροφή τους, δεν έχαναν εύκολα γεύμα. Ενώ η Μοδέστα κι ο Κοσανόβα, που είχαν μάθει να τρώνε μέσα από τα χέρια των ανθρώπων, δυσκολεύονταν να γεμίσουν τα στομάχια τους, χάνοντας καθημερινά βάρος.

Με τις ελπίδες και τα κουράγια τους ν’ αργοσβήνουν, έφτασαν κάποτε σ’ ένα τροπικό δάσος πνιγμένο στην υγρασία και την ομίχλη. Ένα παχύ γκρίζο πέπλο σκέπαζε τα πάντα, από το πιο χαμηλό φυτό ως το πιο ψηλό δέντρο, και μια απόκοσμη σιωπή κατάπινε κάθε θόρυβο, μικρό ή μεγάλο.

Νιώθοντας σαν να είχαν απομείνει ολομόναχοι πάνω στη γη, ο Μιχαήλ, η Ρίνα, η Μοδέστα κι ο Κοσανόβα προχώρησαν έτσι στα τυφλά και στα μουγκά, ανήμποροι ακόμα και να ξεχωρίζουν τις μέρες από τις νύχτες, ώσπου συνάντησαν έναν ορμητικό παραπόταμο του Αμαζόνιου που δεν μπορούσαν εύκολα να τον παρακάμψουν.

Ξέρει κανείς κολύμπι; ρώτησε ο Μιχαήλ με νοήματα, μιας κι η φωνή του πνιγόταν από την υγρασία.

Όχι, του έγνεψαν οι άλλοι.

Αλλά εγώ μπορώ να πετάξω απέναντι, είπε κουνώντας με κόπο τα φτερά της η Μοδέστα, για να χαθεί στην ομίχλη χωρίς να νοιαστεί για τους συντρόφους της.

Κι εμείς; έγνεψε με την ουρά του ο Κοσανόβα.

Να, έδειξε ένα μισοβυθισμένο κορμό στην άκρη του ποταμού ο Μιχαήλ, ανάμεσα σε κάτι πανύψηλα υδρόβια φυτά.

Αποκλείεται, ξανακούνησε την ουρά του ο χαμαιλέοντας, κάνοντας αμέσως πίσω μιας και δεν ήξερε κολύμπι.

Με την υπομονή που δεν είχε δείξει προηγουμένως η Μοδέστα, ο Μιχαήλ έδωσε στον Κοσανόβα το χρόνο που χρειαζόταν για να εξοικειωθεί με την ιδέα ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να περάσουν απέναντι. Κι όταν ο χαμαιλέοντας το πήρε τελικά απόφαση, ανέβηκαν μαζί με τη Ρίνα πάνω στον κορμό, κι έβαλαν πλώρη για την άφαντη απέναντι όχθη.

Δεν πέρασαν όμως πέντε λεπτά κι ο κορμός άρχισε να σαλεύει κάτω από τα πόδια τους, σαν να είχε ξαφνικά ζωντανέψει.

“Μιχαήλ!” φώναξε ο Κοσανόβα, καθώς η ορμητική ροή του ποταμού τους είχε παρασύρει στα όρια της ομίχλης, εκεί όπου οι αχτίδες του ήλιου άνοιγαν τις πρώτες τρύπες στο γκρι πέπλο της φύσης. “Μιχαήλ, λέω! Μ’ ακούς;”

“Τι τρέχει;” ρώτησε ο πίθηκος, έχοντας κατά νου να μην του πέσει η Ρίνα, που κοιμόταν όπως πάντα ήσυχα στον ώμο του.

“Πες… αλεύρι…” τραύλισε ο χαμαιλέοντας.

“Αλεύρι!” φώναξε ο Μιχαήλ, απίστευτα χαρούμενος που άκουγε πάλι τη φωνή του φίλου του.

“Ένα... φί… δι… σε… γυ… ρεύ… ει…”

“Ένα …τι;” γύρισε προς τη μεριά του χαμαιλέοντα ο πίθηκος, για ν’ αντικρίσει έκπληκτος το κεφάλι ενός πελώριου φιδιού να ξεπροβάλλει από τ’ αφρισμένα νερά του ποταμού και να τον κοιτάει με παρόμοια έκπληξη.

“Και τώρα λέγε, Μιχαήλ!” είπε τρέμοντας από το φόβο του ο Κοσανόβα. “Τι προτιμάς; Να πέσουμε στο ποτάμι και να πνιγούμε, ή να μας βγάλει το φίδι στη στεριά για να μας καταβροχθίσει;”

Μη ξέροντας τι ν’ απαντήσει, αφού είτε έτσι είτε αλλιώς το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο, ο πίθηκος έκλεισε τα μάτια κι αγκάλιασε όσο πιο σφιχτά μπορούσε τη φουσκωμένη κοιλιά του τεράστιου ερπετού.

Από την αντίδραση του Μιχαήλ, ο Κοσανόβα συμπέρανε ότι ο πίθηκος προτιμούσε να βρεθεί στο πιάτο ενός φιδιού, παρά στον πάτο του ποταμού. Γι’ αυτό, χωρίς δεύτερη σκέψη, έκλεισε κι αυτός τα μάτια και κάρφωσε τα νύχια του στο λαιμό του φιδιού, μιμούμενος με το δικό του τρόπο τον Μιχαήλ.

“Σιγά! Θα με πνίξετε!” διαμαρτυρήθηκε τότε το φίδι, ενώ από το μακρύ κορμί του βγήκε ένα αργόσυρτο ρέψιμο. “Θα μας πνίξετε όλους, το καταλαβαίνετε; Αυτό θέλετε; Χαλαρώστε λίγο και θα σας βγάλω σώους έξω. Στο λόγο της τιμής μου”.

“Όχι! Σας λέει ψέματα” φώναξε από ψηλά η Μοδέστα, σκορπώντας ένα σωρό κόκκινα πούπουλα πάνω στους συντρόφους της. “Σας θέλει για πρώτο, δεύτερο και τρίτο πιάτο! Για ν’ απολαύσει το χαβιάρι της ζωής του, μισή μερίδα βατραχοπόδαρα και μια πιατέλα πιθηκίσιο κρέας!”

“Χμ! Κάτι μας είπες τώρα” μουρμούρισε με δυσφορία το φίδι, λοξοκοιτώντας τη Μοδέστα. “Ένα ανακόντα δεν χορταίνει με μεζέδες και λειψές μερίδες. Έχετε χάρη που είμαι φαγωμένο…” κόμπιασε, απελευθερώνοντας ένα δεύτερο βαθύ ρέψιμο από τα σωθικά του.

Κι αφού κολύμπησε βιαστικά μέχρι την αντίπερα όχθη, σύρθηκε έξω, μαζεύτηκε σαν ελατήριο και ξεκουλουριάστηκε με τέτοια δύναμη που τίναξε τον Μιχαήλ, τη Ρίνα και τον Κοσανόβα πολλά μέτρα μακριά του.

“Αχ, δεν είναι ζωή αυτή για μένα” ομολόγησε προς το τέλος της ημέρας η Μοδέστα, μετρώντας τα πούπουλα που είχε χάσει στη θέα και μόνο του πελώριου ανακόντα. “Εγώ τα φτερά μου τα έχω μόστρα, όχι για δουλειά. Για να τραβώ τα βλέμματα των ανθρώπων. Κοιτάξτε! Κοιτάξτε πως κατάντησαν” τους φώναξε, επιδεικνύοντας το μαδημένο της σώμα. “Πόσο θα κρατήσει αυτό μαρτύριο; Μου λέτε; Ούτε ψύλλος στον κόρφο μου δεν θα ‘θελα να ήμουν!”

“Μπράβο, Μοδέστα” είπε ο Μιχαήλ, κοιτώντας έκπληκτος τη μαδημένη παπαγαλίνα. “Δεν ξέρω αν το πήρες είδηση, αλλά για πρώτη φορά δεν έκανες λάθος μια παροιμία”.

“Καλά, καλά” μουρμούρισε μελαγχολικά αυτή. “Δώσε παρηγοριά στον άρρωστο, ώσπου να βγει η ψυχή του…”

“Δύο στα δύο! Συγχαρητήρια” είπε ξανά ο πίθηκος, που θα έκανε τα πάντα να δώσει λίγο κουράγιο στους συντρόφους του. “Αν συνεχίσεις έτσι, Μοδέστα, μπορεί να μη σου μείνει πούπουλο, αλλά θα έχεις μεταμορφωθεί στην πιο σοφή παπαγαλίνα. Και τότε αυτός που θα ζηλεύει δεν θα ‘ναι άλλος από τον Κοσανόβα”.