Montag, 21. Februar 2011

Θα σε δω στο Ρίο - Κεφάλαιο 8

σε τι δίχτυα πέσαμε;


Αφού πέρασαν τη νύχτα με ασφάλεια μέσα σ’ ένα καλό κρησφύγετο που είχε βρει ο Μιχαήλ, τα τέσσερα ζώα μπήκαν ξανά στη σειρά το άλλο πρωί, και ξεκίνησαν προς το άγνωστο με μόνο οδηγό την ελπίδα.

Στο δρόμο συνάντησαν κούκους που μεγάλωναν τ’ αυγά τους σε ξένες φωλιές, γιγάντια και μικροσκοπικά κολίμπρι που έσταζαν νέκταρ από τα ράμφη τους, και νεαρές λιβελλούλες, οι οποίες μόλις είχαν εκκολαφτεί και περίμεναν να στεγνώσουν τα φτερά τους για να πετάξουν για πρώτη φορά. Γνώρισαν ακόμα νωχελικούς βραδύποδες και μόνιμα καθυστερημένες σαρανταποδαρούσες, βαριεστημένα σκαθάρια και ντροπαλούς γυμνοσάλιαγκες, αλλά και μια οικογένεια από υπερβολικά κοινωνικά καπιμπάρα, που ήθελαν με το ζόρι να τους φιλοξενήσουν για πάντα στα μέρη τους. Όσα ζώα όμως κι αν αντάμωσαν, δεν βρήκαν ούτε ένα που να είχε ακούσει για το Ρίο ή το φημισμένο καρναβάλι του.

Έτσι η Μοδέστα, που στο μεταξύ είχε μαδήσει την ουρά της σε μια προσπάθεια να σημαδέψει με κόκκινα πούπουλα το δρόμο του γυρισμού, επαναστάτησε κατά του Μιχαήλ. Κατηγορώντας τον ότι είχε συμμαχήσει κρυφά με τη Ρίνα, απαίτησε να κάνουν επιτόπου μεταβολή και να επιστρέψουν αμέσως στο Πάρκο της Άγριας Φύσης. Κι όταν εκείνος αρνήθηκε την κατηγορία, η παπαγαλίνα του θύμισε τις ατέλειωτες διαφωνίες που είχαν πίσω στο πάρκο, λέγοντάς του ότι θα προτιμούσε χίλιες φορές να χαθεί μέσα στη ζούγκλα, από το να πάρει έστω και μια φορά το μέρος της.

Έξω φρενών με τις καταγγελίες της, ο πίθηκος πρότεινε τότε να μαζευτούν όλοι σ’ ένα κύκλο για να ψηφίσουν τον προορισμό της αρεσκείας τους. Η ψηφοφορία θα ήταν φανερή κι η απόφαση της πλειοψηφίας θα ήταν δεσμευτική για όλους.

Πρώτη και καλύτερη ψήφισε η Μοδέστα, κράζοντας “πίσω!” και δείχνοντας αόριστα προς ένα σημείο του ορίζοντα. Αμέσως μετά ψήφισε η Ρίνα, φωνάζοντας “μπροστά!” και δείχνοντας εξίσου αόριστα προς την αντίθετη κατεύθυνση που είχε δείξει η Μοδέστα. Με τις ψήφους μοιρασμένες, ήρθε έπειτα η σειρά του Κοσανόβα να ψηφίσει. Εκείνος όμως, στριμωγμένος όπως ήταν ανάμεσα στην παπαγαλίνα και τη βατραχίνα, ένιωσε τόσο επηρεασμένος κι από τις δύο που δεν ήξερε τι να ψηφίσει. Τη μία έλεγε “πίσω” και την άλλη “μπροστά”, σαν κολλημένη βελόνα. Ώσπου η ψήφος του ακυρώθηκε με συνοπτικές διαδικασίες, καθώς κανένας δεν είχε το δικαίωμα να ψηφίσει δύο φορές στις ίδιες εκλογές.

Ο αποκλεισμός του χαμαιλέοντα είχε ως αποτέλεσμα να έχει ο Μιχαήλ τον τελευταίο λόγο. Κι όταν εκείνος ψήφισε “μπροστά”, χωρίς να δικαιολογηθεί, η Μοδέστα πανηγύρισε τρελά το αρνητικό γι’ αυτήν αποτέλεσμα. Όχι βέβαια επειδή είχε τρελαθεί. Αλλά επειδή πίστευε ότι είχαν πέσει οι μάσκες, κι είχε αποκαλυφθεί σε όλο της το μεγαλείο η κρυφή συμμαχία του πιθήκου με τη βατραχίνα.

Μετά από αυτή την επεισοδιακή ψηφοφορία, οι τέσσερις συνοδοιπόροι συνέχισαν να βολοδέρνουν στη ζούγκλα για κάμποσες μέρες. Κι όπως σε όλο αυτό το διάστημα ο Μιχαήλ δεν σταμάτησε να ρωτάει δεξιά κι αριστερά για το Ρίο, έτσι κι η Μοδέστα δεν σταμάτησε να βρίσκει αφορμές για να τσακωθεί μαζί του.

Ώσπου ένα πρωινό σαν όλα τ’ άλλα, περνώντας μέσα από ένα ιδιαίτερα σκοτεινό μέρος του δάσους όπου ελάχιστες μόνο αχτίδες του ήλιου διαπερνούσαν το πυκνό φύλλωμα των δέντρων, έπεσαν χωρίς να το καταλάβουν σε μια πραγματικά αόρατη παγίδα.

“Αμάν! Θα μου πει κανείς γιατί δεν μπορώ να κουνήσω τα φτερά μου;” φώναξε η Μοδέστα, παλεύοντας μάταια να ξεφύγει από κάτι δεσμά που δεν έβλεπε, αλλά τα ένιωθε να την κρατούν μετέωρη στον αέρα.

“Εμένα ρωτάς;” απάντησε ο Μιχαήλ, αιχμάλωτος κι αυτός της ίδιας παγίδας, που απλωνόταν από τις ρίζες μέχρι τις πανύψηλες κορυφές των δένδρων. “Αλήθεια, σε τι δίχτυα πέσαμε;

“Δίχτυα;” έκραξε η Μοδέστα, ψηλά πάνω από τα κεφάλια των φίλων της. “Α, να σας πω! Ακούει κανείς; Δεν είμαι ψάρι! Μπορεί μακριά από το Πάρκο της Άγριας Φύσης να είμαι σαν ψάρι έξω από τα νερά του, αν όμως με αφήσετε ελεύθερη θα σας αποδείξω ότι είμαι δεν είμαι ψάρι, αλλά πουλί!”

“Κι εγώ το ίδιο” φώναξε ο Κοσανόβα.

“Εσύ, πουλί;”

“Όχι, αλλά μπορώ ν’ αποδείξω ότι δεν είμαι ψάρι!”

“Μα για ποια ψάρια μιλάτε!” έβαλε τις φωνές ο πίθηκος, έχοντας στο μεταξύ εξετάσει προσεκτικά τα δεσμά τους. “Αυτά εδώ δεν είναι δίχτυα ψαράδων, παρά εξαιρετικά ανθεκτικοί αραχνοΰφαντοι ιστοί!”

“Από μία μόνο αράχνη;” ρώτησαν οι άλλοι δυο, ανατριχιάζοντας στη σκέψη μιας γιγάντιας αράχνης, ικανής να απλώσει τους ιστούς της σε ύψος και πλάτος πολλών δεκάδων μέτρων.

“Σκεφτείτε τις δαγκάνες της!” έκραξε η Μοδέστα.

“Σκεφτείτε την κοιλιά της!” φώναξε ο Κοσανόβα.

“Σκεφτείτε καλύτερα μια λύση, αντί να κολλάτε στο πρόβλημα!” πρότεινε ο Μιχαήλ.

“Αμ, σας στο έλεγα εγώ! Δεν σας το έλεγα, να γυρίσουμε πίσω;” παραπονέθηκε η Μοδέστα, βλέποντας τα πανέμορφα πούπουλά της να ξεκολλάνε από το σώμα της και να μένουν κολλημένα στους ιστούς, κάθε φορά που έκανε μια νέα προσπάθεια για ν’ απελευθερωθεί. “Ποιο Ρίο και πράσινα άλογα; Εγώ τα είχα όλα! Και θαυμαστές είχα. Και φωτογράφους είχα. Κι όσο φαγητό ήθελα είχα! Ενώ τώρα; Εγώ πεινάω, κι άλλος θα με φάει…”

“Μπορείς να μη φωνάζεις σε παρακαλώ πολύ;” ψιθύρισε ο πίθηκος, ανησυχώντας ότι οι στριγκλιές της παπαγαλίνας θα τραβούσαν πάνω τους την προσοχή της μιας ή των πολλών αραχνών που είχαν κατασκευάσει αυτόν τον πελώριο ιστό.

“Όχι, δεν μπορώ να μην φωνάζω!” συνέχισε αυτή. “ Γιατί δεν αντέχω άλλο! Εμπρός; Μ’ ακούει κανείς; Έτσι και γυρίσω πίσω υπόσχομαι ν’ αλλάξω συμπεριφορά. Θα γίνω κι εγώ σαν τη Ρίνα: χαλάκι να με πατήσουν! Τι λέω; Και πιο ταπεινή από τη Ρίνα. Δεν θ’ απαρνηθώ μόνο τις δίαιτες, τους φωτογράφους και τους θαυμαστές μου. Θα ψαλιδίσω ακόμα και τα φτερά μου. Υπόσχομαι να γίνω πραγματικά αγνώριστη. Αρκεί να τη γλυτώσω και να γυρίσω πίσω”.

“Για στάσου!” γύρισε ξαφνικά προς τον Κοσανόβα ο Μιχαήλ, έχοντας δουλέψει μια ιδέα στο μυαλό του, όση ώρα παραμιλούσε η Μοδέστα. “Θυμάσαι τι μας έλεγες τις προάλλες; Ότι είσαι καταδικασμένος να μοιάζεις στους άλλους…”

“Και λοιπόν;”

“Και λοιπόν… ήρθε η ώρα να μεταμορφωθείς σε αράχνη!”

“Και γιατί να μη μεταμορφωθεί σε ψάρι;” ρώτησε αμέσως η παπαγαλίνα.

“Γιατί δεν έχουμε να ξεγλιστρήσουμε μέσα από δίχτυα, αλλά μέσα από αραχνοΰφαντους ιστούς. Που κολλάνε!”

“Σαν σιροπιαστό κανταΐφι!” συμπλήρωσε ο Κοσανόβα.

“Κατάλαβες τώρα, Μοδέστα;” ρώτησε κάπως αμήχανα ο Μιχαήλ, μιας και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ στη ζωή του κανταΐφι.

“Ίσως…” μουρμούρισε εκείνη.

“Σκεφτόμουν λοιπόν” συνέχισε να λέει στον Κοσανόβα ο Μιχαήλ “ότι σαν αράχνη θα μπορούσες να τυλίξεις σ’ ένα κουβάρι τους ιστούς που μας κρατούν ακινητοποιημένους, κι έτσι να μας ελευθερώσεις από τα δεσμά μας. Τι λες κι εσύ;”

“Δεν έχω καμία αντίρρηση!” απάντησε ο χαμαιλέοντας. “Μόνο που υπάρχει ένα μικρό πρόβλημα σ’ αυτό το πλάνο. Για να μεταμορφωθώ σε αράχνη και να μιμηθώ τη συμπεριφορά της, πρέπει πρώτα να τη δω—”

Δεν πρόλαβε σχεδόν να ολοκληρώσει τη φράση του ο Κοσανόβα, όταν μέσα από το σκοτάδι εμφανίστηκε μια μικροσκοπική καφετιά αράχνη, που κοντοστάθηκε στο φως μιας ηλιαχτίδας σαν πριμαντόνα σε θεατρική σκηνή.

Αυτή η αράχνη ήταν τόσο μικρή σε σχέση με τους ιστούς, που αντί να τους τρομάξει τους έκανε αρχικά να χαμογελάσουν. Μόλις όμως διαπίστωσαν ότι πίσω από αυτήν ακολουθούσε ένας ολόκληρος στρατός από παρόμοιες αράχνες, το χαμόγελο πάγωσε στα πρόσωπά τους. Θυμήθηκαν τότε το πάθημά τους με τα εξίσου μικροσκοπικά αλλά αιμοβόρα μυρμήγκια, κι η αγωνία τους έφτασε στο κατακόρυφο.

“Τι περιμένεις;” φώναξε στον χαμαιλέοντα ο πίθηκος. “Ξεκίνα να μεταμορφώνεσαι! Και μην ξεχνάς ότι είσαι με το δικό μας μέρος!”